προληπτικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
προληπτικός • (proliptikós) m (feminine προληπτική, neuter προληπτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προληπτικός • | προληπτική • | προληπτικό • | προληπτικοί • | προληπτικές • | προληπτικά • |
genitive | προληπτικού • | προληπτικής • | προληπτικού • | προληπτικών • | προληπτικών • | προληπτικών • |
accusative | προληπτικό • | προληπτική • | προληπτικό • | προληπτικούς • | προληπτικές • | προληπτικά • |
vocative | προληπτικέ • | προληπτική • | προληπτικό • | προληπτικοί • | προληπτικές • | προληπτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προληπτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προληπτικός, etc.) |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.