λιπαντικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
λιπαντικός • (lipantikós) m (feminine λιπαντική, neuter λιπαντικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λιπαντικός • | λιπαντική • | λιπαντικό • | λιπαντικοί • | λιπαντικές • | λιπαντικά • |
genitive | λιπαντικού • | λιπαντικής • | λιπαντικού • | λιπαντικών • | λιπαντικών • | λιπαντικών • |
accusative | λιπαντικό • | λιπαντική • | λιπαντικό • | λιπαντικούς • | λιπαντικές • | λιπαντικά • |
vocative | λιπαντικέ • | λιπαντική • | λιπαντικό • | λιπαντικοί • | λιπαντικές • | λιπαντικά • |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.