Pronunciation
- IPA(key): /ˈθe.a.tɾo/
- Hyphenation: θέ‧α‧τρο
Noun
θέατρο • (théatro) n (plural θέατρα)
- theatre (UK), theater (US)
- theatre building, audience
- Όλο το θέατρο χειροκρότησε δυνατά. ― Ólo to théatro cheirokrótise dynatá. ― The whole theatre applauded loudly.
- θέατρο σκιών ― théatro skión ― shadow theatre
- dramatic art
- theatre of war
Declension
More information singular, plural ...
Close
- αθεάτριστος (atheátristos, “not theatre going”)
- αμφιθεατρικός (amfitheatrikós)
- αντιθεατρικά (antitheatriká, “untheatrically”)
- αντιθεατρικός (antitheatrikós, “untheatrical”)
- αντιθεατρικώς (antitheatrikós, “untheatrically”)
- θεατράκι n (theatráki) (diminutive)
- θεατρικά (theatriká, “theatrically”)
- θεατρικός (theatrikós, “theatrical”)
- θεατρικότητα f (theatrikótita)
- θεατρικώς (theatrikós, “theatrically”)
- θεατρίνα f (theatrína)
- θεατρινισμός m (theatrinismós)
- θεατρινίστικος (theatrinístikos)
- θεατρίνος m (theatrínos)
- θεατρώνης m (theatrónis)
compounds ending in -θέατρο
- αμφιθέατρο n (amfithéatro, “amphitheatre / amphitheater”)
- καφεθέατρο n (kafethéatro)
- κινηματοθέατρο n (kinimatothéatro)
- κουκλοθέατρο n (kouklothéatro)
- χοροθέατρο n (chorothéatro)
compounds with θεατρο-, θεατρ-
- θεατροάνθρωπος m (theatroánthropos)
- θεατρολογία f (theatrología)
- θεατρολογικός (theatrologikós)
- θεατρολόγος m (theatrológos)
- θεατρόφιλος (theatrófilos)
- μουσικοθεατρικός (mousikotheatrikós)
- χοροθεατρικός (chorotheatrikós)
Also see θεατής (theatís), αθέατος (athéatos, “invisible”), θεατός (theatós, “visible”) & θέα (théa, “view”)