ηλιόλουστος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
ηλιόλουστος • (ilióloustos) m (feminine ηλιόλουστη, neuter ηλιόλουστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηλιόλουστος • | ηλιόλουστη • | ηλιόλουστο • | ηλιόλουστοι • | ηλιόλουστες • | ηλιόλουστα • |
genitive | ηλιόλουστου • | ηλιόλουστης • | ηλιόλουστου • | ηλιόλουστων • | ηλιόλουστων • | ηλιόλουστων • |
accusative | ηλιόλουστο • | ηλιόλουστη • | ηλιόλουστο • | ηλιόλουστους • | ηλιόλουστες • | ηλιόλουστα • |
vocative | ηλιόλουστε • | ηλιόλουστη • | ηλιόλουστο • | ηλιόλουστοι • | ηλιόλουστες • | ηλιόλουστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλιόλουστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλιόλουστος, etc.) |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.