επίπονος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek ἐπίπονος (epíponos).[1] By surface analysis, επί- (epí-) + πόνος (pónos).
επίπονος • (epíponos) m (feminine επίπονη, neuter επίπονο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επίπονος • | επίπονη • | επίπονο • | επίπονοι • | επίπονες • | επίπονα • |
genitive | επίπονου • | επίπονης • | επίπονου • | επίπονων • | επίπονων • | επίπονων • |
accusative | επίπονο • | επίπονη • | επίπονο • | επίπονους • | επίπονες • | επίπονα • |
vocative | επίπονε • | επίπονη • | επίπονο • | επίπονοι • | επίπονες • | επίπονα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίπονος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίπονος, etc.) |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.