εξόριστος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
εξόριστος • (exóristos) m (feminine εξόριστη, neuter εξόριστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξόριστος • | εξόριστη • | εξόριστο • | εξόριστοι • | εξόριστες • | εξόριστα • |
genitive | εξόριστου • | εξόριστης • | εξόριστου • | εξόριστων • | εξόριστων • | εξόριστων • |
accusative | εξόριστο • | εξόριστη • | εξόριστο • | εξόριστους • | εξόριστες • | εξόριστα • |
vocative | εξόριστε • | εξόριστη • | εξόριστο • | εξόριστοι • | εξόριστες • | εξόριστα • |
εξόριστος • (exóristos) m (plural εξόριστοι, feminine εξόριστη)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.