ασφυξιογόνος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
ασφυξιογόνος • (asfyxiogónos) m (feminine ασφυξιογόνη, neuter ασφυξιογόνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφυξιογόνος • | ασφυξιογόνος • / ασφυξιογόνα • | ασφυξιογόνο • | ασφυξιογόνοι • | ασφυξιογόνοι • / ασφυξιογόνες • | ασφυξιογόνα • |
genitive | ασφυξιογόνου • | ασφυξιογόνου • / ασφυξιογόνας • | ασφυξιογόνου • | ασφυξιογόνων • | ασφυξιογόνων • | ασφυξιογόνων • |
accusative | ασφυξιογόνο • | ασφυξιογόνο • / ασφυξιογόνα • | ασφυξιογόνο • | ασφυξιογόνους • | ασφυξιογόνους • / ασφυξιογόνες • | ασφυξιογόνα • |
vocative | ασφυξιογόνε • | ασφυξιογόνε • / ασφυξιογόνα • | ασφυξιογόνο • | ασφυξιογόνοι • | ασφυξιογόνοι • / ασφυξιογόνες • | ασφυξιογόνα • |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.