αποκαλυπτικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
αποκαλυπτικός • (apokalyptikós) m (feminine αποκαλυπτική, neuter αποκαλυπτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκαλυπτικός • | αποκαλυπτική • | αποκαλυπτικό • | αποκαλυπτικοί • | αποκαλυπτικές • | αποκαλυπτικά • |
genitive | αποκαλυπτικού • | αποκαλυπτικής • | αποκαλυπτικού • | αποκαλυπτικών • | αποκαλυπτικών • | αποκαλυπτικών • |
accusative | αποκαλυπτικό • | αποκαλυπτική • | αποκαλυπτικό • | αποκαλυπτικούς • | αποκαλυπτικές • | αποκαλυπτικά • |
vocative | αποκαλυπτικέ • | αποκαλυπτική • | αποκαλυπτικό • | αποκαλυπτικοί • | αποκαλυπτικές • | αποκαλυπτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαλυπτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαλυπτικός, etc.) |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.