Pronunciation
- IPA(key): /aɣoˈra/
- Hyphenation: α‧γο‧ρά
Noun
αγορά • (agorá) f (plural αγορές)
- (historical) agora, the ancient square or marketplace, the centre of public life
Η αρχαία αγορά στην Αθήνα είναι κάτω από την Ακρόπολη.- I archaía agorá stin Athína eínai káto apó tin Akrópoli.
- The ancient agora in Athens is just under the Acropolis.
- marketplace, market
- Πάω στην αγορά να ψωνίσω. ― Páo stin agorá na psoníso. ― I am going to the market to shop.
- purchase
- αγορά τοις μετρητοίς ― agorá tois metritoís ― cash purchase
- αγορά με δόσεις ― agorá me dóseis ― installment buying
- commerce, trade
- Οι αγορές κατέρρευσαν στο κραχ. ― Oi agorés katérrefsan sto krach. ― The markets collapsed during the crash.
- ελεύθερη αγορά ― eléftheri agorá ― free market
- αγορά εργασίας ― agorá ergasías ― labour market
Declension
More information singular, plural ...
Close
Synonyms
- (market): μαγαζιά n (magaziá, “the shops”) (plural)
- (market): παζάρι n (pazári, “market, bazaar”) (informal)
Antonyms
- (antonym(s) of “purchase”): πώληση f (pólisi, “selling”)
- αγορα- (agora-, suffix) like
- αγορανομία f (agoranomía, “market inspectorate”), αγορανομικός (agoranomikós, “market, market price”, adj), αγορανομία f (agoranomía, “market regulations”), αγορανόμος m (agoranómos, “market inspector”)
- αγοραπωλησία f (agorapolisía, “the transaction of a sale”)
- αγοραφοβία f (agorafovía, “agoraphobia”), αγοραφοβικός (agorafovikós, “agoraphobic”)
- αγοράζω (agorázo, “buy”)
- αγόρευση f (agórefsi, “speech, oration”)
- αγορεύω (agorévo, “make a speech”)
- αγορητής m (agoritís, “orator”)
- αγορήτρια f (agorítria, “orator”)
- αγοραίο n (agoraío, “taxi”)
- αγοραίος (agoraíos, “market, for hire, low class”)
- αγοραστής m (agorastís, “purchaser”)
- αγοράστρια f (agorástria, “purchaser”)
- αγοραστικός (agorastikós, “buying, purchasing”)
- αγοραστός (agorastós, “off-the-peg”)
- λαϊκή αγορά f (laïkí agorá, “flea market”)
- μαύρη αγορά f (mávri agorá, “black market”)
- εξαγορά f (exagorá)
- ιχθυαγορά f (ichthyagorá, “fishmarket”)
- κεφαλαιαγορά f (kefalaiagorá)
- κρεαταγορά f (kreatagorá, “meat market”)
- κτηματαγορά f (ktimatagorá)
- λαχαναγορά f (lachanagorá)
- προαγορά f (proagorá)
- υπεραγορά f (yperagorá, “supermarket”)
- χρηματαγορά f (chrimatagorá, “money market”)
- ψαραγορά f (psaragorá, “fishmarket”)