Χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας συνιστά μία μεταφορική περιγραφή της απόστασης της σχέσης μεταξύ της οργανωμένης θρησκείας και του εθνικού κράτους. Δύναται να αναφέρεται στη δημιουργία κοσμικού κράτους, με ή χωρίς επεξηγηματική αναφορά σε ό,τι αυτό ενέχει, ή στην αλλαγή της υπάρχουσας συνθήκης εμπλοκής της εκκλησίας σε θέματα κρατικής αρμοδιότητας.
Παρ’ ότι η ιδέα του διαχωρισμού έχει υιοθετηθεί σε αρκετά κράτη, οι βαθμίδες διαχωρισμού διαφέρουν κι εξαρτώνται από την ισχύουσα νομική δομή και την κρατούσα άποψη όσον αφορά στη σωστή σχέση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής. Ενώ η πολιτική ενός κράτους μπορεί να διαχωρίζει με σαφήνεια τη σχέση Εκκλησίας-Κράτους, ενίοτε υπάρχει μία σχέση «από μακριά κι αγαπημένοι», στο πλαίσιο της οποίας οι δύο θεσμοί δρουν ως ανεξάρτητοι οργανισμοί. Μία αρχή παρόμοια αλλά πιο αυστηρή από την ελευθεροφροσύνη εφαρμόστηκε στη Γαλλία και την Τουρκία, ενώ κάποια κοσμικοποιημένα κράτη όπως η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρούν συνταγματικά αναγνωρισμένη μία επίσημη κρατική θρησκεία (Λουθηρανισμός, Αγγλικανισμός)[1]. Η έννοια παραλληλίζεται με διάφορες άλλες διεθνείς κοινωνικές και πολιτικές ιδέες όπως ο αντικληρικισμός, η ανεξιθρησκία, ο θρησκευτικός πλουραλισμός. Ο Γουίτμαν (2009) επισημαίνει ότι σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, στο πέρασμα των αιώνων, το κράτος έχει αναλάβει τον κοινωνικό ρόλο της εκκλησίας οδηγώντας έτσι σε μία γενικευμένη κοσμικοποιημένη δημόσια σφαίρα[2].
Η βαθμίδα διαχωρισμού ποικίλλει από τον απόλυτο διαχωρισμό που επιβάλλει το σύνταγμα, όπως συμβαίνει στην Ινδία και τη Σιγκαπούρη, μέχρι την επιβολή μίας επίσημης θρησκείας με απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε άλλης, όπως συμβαίνει στις Μαλδίβες.