From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία είναι ελληνική επιστημονική εταιρεία που έχει σαν αντικείμενό της την καταγραφή και μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.
Οι διεθνείς τάσεις της επιστήμης είχαν άμεση επίδραση στην πορεία των βυζαντινών σπουδών στην Ελλάδα. Το αίτημα για την προστασία των μεσαιωνικών μνημείων –άρα και των εκκλησιαστικών- είχε αρχίσει να διατυπώνεται σποραδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και συμβάδιζε με την ιδέα αποκατάστασης του Βυζαντίου, που είχε καταδικάσει ο Διαφωτισμός, και συνδεόταν ιδεολογικά με την ανάγκη ενίσχυσης την κοινής εθνικής συνείδησης ώστε να αντιμετωπιστεί το ακόμα ανοικτό εθνικό ζήτημα που ήταν η ενσωμάτωση στον κρατικό κορμό και των λοιπών αλύτρωτων περιοχών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα εκδηλώνεται ζωηρό ενδιαφέρον όχι μόνο για τις αρχαιότητες αλλά και για τα νεώτερα μνημεία, τόσο από το κράτος όσο και από ιδιώτες. Έτσι την ίδια περίοδο ιδρύεται η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (1882)η οποία ήθελε την ίδρυση μουσείου για να συγκεντρώσει κειμήλια της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας και της νεώτερης. [1] [2]
Στη δημιουργία της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας καίριο ρόλο είχε ο Γεώργιος Λαμπάκης [3], με σπουδές θεολογίας στην Αθήνα και Χριστιανικής Αρχαιολογίας στη Γερμανία. Προηγούνται χρονικά της ίδρυσης της Εταιρείας οι αρχαιολογικές περιοδείες του σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας: καταγράφει, φωτογραφίζει, σχεδιάζει μνημεία, περισυλλέγει άμφια, χριστιανικές εικόνες και άλλα χριστιανικά σκεύη. [4] Στη συνέχεια δημοσιεύει άρθρο στην εφημερίδα ‘’Αιών’’ (30 Σεπτεμβρίου 1883), με τίτλο ‘’Η κατάστασις των παρ΄ ημίν χριστιανικών αρχαιοτήτων [5] ‘’ Στις 23 Δεκεμβρίου 1884 στην οικία του Τιμολέοντος Βισβίζη συγκεντρώθηκαν οι Α. Βαρούχας, Δημήτριος Καμπούρογλου, Γεώργιος Λαμπάκης, Γεώργιος Βρούτος, Τ. Βισβίζης, Γ. Ζέζος και Ιωάννης Δαμβέργης, Τίμος Μαράτος, Κ.Πρινόπουλος, Γ. Τσίμας, Π. Κονδύλης, Τ. Δαμβέργης, Κωνσταντίνος Σέκερης, Ευάγγελος Νάνος και Σ. Χατζηγιαννόπουλος και σύστησαν την Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία. Ουσιαστικά ήταν προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας. [6][7]Στις 6 Μαρτίου 1884 υπογράφηκε το Βασιλικό Διάταγμα περί την αναγνώριση της ιδρύσεως της Εταιρείας. [8]Σύμφωνα με το Καταστατικό της, αποστολή της Εταιρείας ήταν «[…]να περισυνάγη και διαφυλάξη τα εν Ελλάδι ή αλλαχού ευρισκόμενα έτι λείψανα της χριστιανικής αρχαιότητος, ων η διάσωσις και η μελέτη συμβάλλουσι προς διαφώτισιν της πατρώας ημών ιστορίας και τέχνης». [9] Μπορεί να μην στόχευε η ίδρυσή της στην αποκλειστική μελέτη του Βυζαντίου, όμως όπως ο Σπυρίδων Λάμπρος επεσήμαινε, προετοίμαζε «νέον έδαφος εις τας βυζαντιακάς έρευνας». [10]Το 1886 εκλέγεται επίτιμο μέλος ο Χαρίλαος Τρικούπης.[11]Η Εταιρεία τίθεται υπό την ‘’προστασία’’ της Βασίλισσας Όλγας το 1890.[12] Από τους πρώτους στόχους της Εταιρείας ήταν η δημιουργία Μουσείου Χριστιανικής Αρχαιολογίας. Η πλούσια συλλογή της Εταιρείας ενσωματώθηκε το 1923 στο Βυζαντινό Μουσείο, [13] όπου είναι και η έδρα της Εταιρείας.
Για την εποχή του Γεώργιου Λαμπάκη, η Χριστιανική Αρχαιολογία ήταν η αρχαιολογία της περιόδου μέχρι και πριν από το 800 μ.Χ. Ο Λαμπάκης επιθυμούσε να επεκτείνει τα όρια της χριστιανικής αρχαιολογίας σε κάθε τεκμήριο της Εκκλησιαστικής ζωής, παλιότερης και σύγχρονης. Τους όρους ‘’Βυζάντιο’’ και ‘’βυζαντινός’’ τους απέρριπτε ως ξενόφερτους, ενώ στον όρο ‘’Μεσαιωνικός’’ έβλεπε χρονικούς περιορισμούς σε σχέση με τα δικά του ενδιαφέροντα που υπερέβαιναν εκείνα του ‘’μεσαίωνα’’. Μάλιστα ο Λαμπάκης θεωρούσε πως όποιος μιλούσε για ‘’μεσαιωνικά μνημεία’’ τα αποχριστιανοποιούσε. [14] Έτσι ο αρχικά έντονος θρησκευτικός χαρακτήρας των προσπαθειών του Λαμπάκη και της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας «δείχνει ακριβώς πόσο μεγάλη απήχηση είχε ακόμα η Εκκλησία» [15]
Προκειμένου να καταρτίσει την πρώτη συλλογή της η Εταιρεία, προκάλεσε μια σειρά εγκυκλίους προς εκπαιδευτικούς, ιερείς και ηγούμενους μοναστηριών με τις οποίες ζητούσε την έμπρακτη συνδρομή τους μέσω της παραχώρησης κειμηλίων. [16] Το γεγονός ότι ένας εκ των ιδρυτών της ήταν ο γλύπτης Γεώργιος Βρούτος αποδείκνυε πως και οι κοσμικοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούσαν την βυζαντινή τέχνη. Το ότι επίσης μια εφημερίδα της εποχής, η ‘’Παλιγγενεσία’’ με άρθρο της (8/1/1885) χαιρέτησε την ίδρυση της δείχνει τη θετική ανταπόκριση που συνάντησε σε σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης [17]
Εκδίδει από το 1892 την περιοδική έκδοση ‘’Δελτίον της Αρχαιολογικής Εταιρείας’’. Η έκδοσή του διακρίνεται σε τέσσερις περιόδους : στην α΄: 1892-1911-εδώ συντάχθηκαν οι τόμοι από τον Γεώργιο Λαμπάκη αλλά μετά το θάνατό του το 1914 η έκδοση σταμάτησε. Ακολούθησε η β΄ περίοδος: 1924-1927,στην γ΄:1932-1936/1938: μετά το1932 ονομάστηκε ‘’Πρακτικά της εν Αθήναις Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας ‘’ και εκδιδόταν ως παράρτημα του περιοδικού ‘’Byzantinish-neugriechisch Jahrbucher’’ του Νικόλαου Βέη. Τέλος στην δ΄ : 1959 έως σήμερα. [18]Εκδίδεται ανά ένα ή δύο έτη και περιλαμβάνει εργασίες αναφερόμενες στη χριστιανική και βυζαντινή αρχαιολογία. Ακόμα εκδίδει τη σειρά ‘’Τετράδια Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης’’, οργανώνει Συμπόσια Ελλήνων επιστημόνων αφιερωμένα στην Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή αρχαιολογία και τέχνη, με πρώτο εκείνο που έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1981.[19][20] Επίσης τα μέλη της παρουσιάζουν επιστημονικές ανακοινώσεις και διαλέξεις.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.