Υποθυρεοειδισμός
ασθένεια του θυρεοειδή όπου παρατηρείται μείωση των ορμονών T3 και Τ4, που έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση του μεταβολισμού στα σπουδαιότερα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο υποθυρεοειδισμός είναι μία κατάσταση στην οποία ο θυρεοειδής αδένας δεν παράγει αρκετή θυρεοειδική ορμόνη.
Υποθυρεοειδισμός | |
---|---|
Η Θυροξίνη (T4), μια από τις δυο θυρεοειδικές ορμόνες, που κανονικά παράγεται σε αναλογία 20:1 σε σχέση με την τριιωδοθυρονίνη (T3) | |
Ειδικότητα | ενδοκρινολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | E03.9 |
ICD-9 | 244.9 |
DiseasesDB | 6558 |
eMedicine | med/1145 |
MeSH | D007037 |
Ως πιο κοινή αιτία του υποθυρεοειδισμού παγκόσμια αναφέρεται συχνά η έλλειψη ιωδίου, αλλά μπορεί να προκαλείται από πολλούς άλλους παράγοντες. Μπορεί να προκύψει από την κακή λειτουργία του αδένα ή την μερική ή ολική αφαίρεσή του, ως αυτοάνοσο νόσημα, ή από προσβολή και καταστροφή του αδένα από ραδιενεργό Ιώδιο-131, ενώ μπορεί να σχετίζεται και με αυξημένο άγχος. Τα επίπεδα της θυρεοειδικής ορμόνης στο αίμα έχουν άμεση επίπτωση στις μεταβολικές λειτουργίες του οργανισμού και τη λειτουργία του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, και όταν είναι ελαττωμένα παρουσιάζονται μια σειρά δυσλειτουργίες σε διάφορα συστήματα του οργανισμού. Στα βρέφη, ο σοβαρός υποθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε κρετινισμό.
Σε γενικές γραμμές ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χορήγηση συνθετικής θυρεοειδικής ορμόνης, αν και η ρύθμιση των επιπέδων της στο αίμα εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, όπως μεταβολές στο βάρος ή τη δραστηριότητα του ατόμου, τρόπος ζωής, άλλες παθήσεις κλπ.
Μία μελέτη του 2011 κατέληξε ότι περίπου 8% των γυναικών άνω των 50 και αντρών άνω των 65 στο Ηνωμένο Βασίλειο υποφέρουν από υπό-ενεργό θυρεοειδή και ότι μέχρι και 100.000 από αυτούς τους ανθρώπους θα μπορούσαν να ωφεληθούν από θεραπεία που επί του παρόντος δεν λαμβάνουν.[1]
Η αντίθετη με τον υποθυρεοειδισμό κατάσταση, όπου τα επίπεδα της θυρεοειδικής ορμόνης είναι υψηλότερα από τα φυσιολογικά, λέγεται υπερθυρεοειδισμός.