Υδροφθορικό οξύ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Υδροφθορικό οξύ (HF(aq)) ονομάζεται κάθε υδατικό διάλυμα του υδροφθορίου. Είναι αξιόλογη πηγή φθορίου και πρόδρομο για πολλά φαρμακευτικά προϊόντα, όπως η φθοροξετίνη (Prozac) και διαφορετικά υλικά, όπως το τεφλόν (πολυτετραφθοραιθένιο).
Υδροφθορικό οξύ | |||
---|---|---|---|
Γενικά | |||
Όνομα IUPAC | Υδροφθορικό οξύ | ||
Χημικά αναγνωριστικά | |||
Αριθμός CAS | 7664-39-3 | ||
SMILES | [H+].[F-] | ||
InChI | 1/FH/h1H/fF.H/h1h;/q-1;+1 | ||
Αριθμός EINECS | 231-634-8 | ||
Αριθμός RTECS | MW7875000 | ||
PubChem CID | 16211014 | ||
Φυσικές ιδιότητες | |||
Σημείο τήξης | -35 °C (238.15K) (-31 °F) | ||
Σημείο βρασμού | 108 °C (381.15K) (226.4 °F) | ||
Πυκνότητα | 1.16 g/mL | ||
Διαλυτότητα στο νερό | Πλήρως αναμίξιμο | ||
Χημικές ιδιότητες | |||
pKa | 3.15 | ||
Επικινδυνότητα | |||
Φράσεις κινδύνου | R26, R27, R28, R35 | ||
Φράσεις ασφαλείας | S26, S28, S36, S37, S39, S45 | ||
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Το υδροφθορικό οξύ είναι ένα πολύ διαβρωτικό οξύ, ικανό να διαβρώσει πολλά υλικά, ιδιαίτερα οξείδια. Η ικανότητά του να διαλύει το γυαλί ήταν γνωστή από τον 17ο αιώνα, πριν ακόμη ο Καρλ Γουΐλχελμ Σχηλ (Carl Wilhelm Scheele) το παρασκευάσει σε μεγάλες ποσότητες το 1771[1]. Εξαιτίας της μεγάλης του δραστικότητας ενάντι του γυαλιού, και την μέτρια δραστικότητά του έναντι πολλών μετάλλων, το υδροφθορικό οξύ συνήθως αποθηκεύεται σε πλαστικά δοχεία (παρόλο που το τεφλόν είναι ελαφρά διαπερατό από αυτό)[2].
Το υδροφθόριο είναι ένα ισχυρό δηλητήριο, και πιθανώς μεταλλαξιογόνο, που μπορεί να προκαλέσει άμμεση και μόνινη βλάβη στους πνεύμονες και στις κόρες των ματιών. Το υδροφθορικό οξύ είναι ένα δηλητήριο επαφής, με δυναμικό για βαθιά, αρχικά ανώδυνα χημικά εγκαύματα, θανατώνοντας τους ιστούς, με τους οποίους έρχεται σε επαφή. Επίσης, με την ανάμιξή του στο μεταβολισμό ασβεστίου του σώματος, το πυκνό υδροφθορικό οξύ μπορεί να προκαλέσει συστημική τοξικότητα και τελικά καρδιακή ανακοπή και θάνατο, μετά από επαφή τουλάχιστον με μια (σχετικά μικρή) επιφάνεια 160 τετραγωνικών εκατοστόμετρων δέρματος.