Σύμφωνο Αντικομιντέρν
μεσοπολεμική αντικομμουνιστική συνθήκη συνεργασίας μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Ιαπωνίας / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Σύμφωνο Αντικομιντέρν (γερμανικά: Antikominternpakt, ιαπωνικά: 防共協定, Bōkyō kyōtei), ή Σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς (γερμανικά: Abkommen gegen die Kommunistische Internationale) όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του, ήταν συμφωνία μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και την Ιαπωνίας που στρεφόταν κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Υπογράφηκε στις 25 Νοεμβρίου 1936 από τον γενικό πρεσβευτή της Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και τον Ιάπωνα πρεσβευτή στη Γερμανία Kintomo Mushanokōji.[1] Η Ιταλία προσχώρησε το 1937, ακολούθησαν η Ισπανία και η Ουγγαρία το 1939.
Οι Ιάπωνες ήλπιζαν ότι το Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν θα αποτελούσε ουσιαστικά μια συμμαχία ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, όπως σίγουρα το αντιλαμβάνονταν οι Σοβιετικοί. Ωστόσο, μετά την ένταξη της Ιταλίας στο σύμφωνο και μετά το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, απέκτησε μια ολοένα και πιο αντι-Δυτική και αντιβρετανική υπόσταση.[2][3]
Μετά την υπογραφή του Γερμανοσοβετικού συμφώνου μη επιθέσεως του 1939, η Ιαπωνία αποστασιοποιήθηκε από τη Γερμανία και στην ουσία κατέστη ανενεργό. Το Σύμφωνο ανανεώθηκε στη συνέχεια τον Νοέμβριο του 1941 με την είσοδο πολλών νέων μελών, όπως της Βουλγαρίας και της Φινλανδίας.