Στρατηγική της έντασης
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος Στρατηγική της έντασης (ιταλικά: strategia della tensione) αναφέρεται σε πολιτική κατά την οποία ο βίαιος αγώνας ενθαρρύνεται αντί να καταστέλλεται.
Η στρατηγική της έντασης ταυτίζεται πιο στενά με τα Μολυβένια χρόνια στην Ιταλία από το 1968-1982, όπου τόσο οι ακροαριστερές μαρξιστικές όσο και οι ακροδεξιές νεοφασιστικές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, καθώς και οι κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών πραγματοποίησαν βομβιστικές επιθέσεις, απαγωγές, εμπρησμούς και δολοφονίες.[1][2] Μερικοί ιστορικοί και ακτιβιστές έχουν κατηγορήσει το ΝΑΤΟ ότι επιτρέπει και εγκρίνει τέτοια τρομοκρατία, μέσω προγραμμάτων όπως η Επιχείρηση Γκλάντιο, αν και αυτό αμφισβητείται έντονα από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες πληροφοριών και άλλους ιστορικούς.[3][4] Άλλες περιπτώσεις όπου οι συγγραφείς έχουν ισχυριστεί μια στρατηγική έντασης περιλαμβάνουν το βαθύ κράτος στην Τουρκία από τη δεκαετία του 1970, και του 1990 (Εργκένεκον),[5], ή βετεράνους του πολέμου και του ZANU-PF στη Ζιμπάμπουε, που συντόνισε τις επιδρομές σε αγροκτήματα του 2000, το DRS, το οποίο ηταν γραφείο ασφαλείας στην Αλγερία 1991-1999,[6] και την Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας (Βέλγιο) κατά τη διάρκεια της βελγικής τρομοκρατικής κρίσης του 1982–1986 .[7]