Ρουμ μιλλέτ
Ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ρουμ μιλλέτ (τουρκ. millet-i Rûm, «έθνος των Ρωμαίων») ονομαζόταν το μιλλέτ των Ορθόδοξων Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς | |
---|---|
Γλώσσες | |
Ελληνικά , Βουλγαρικά, Αλβανικά, Βλάχικα | |
Θρησκεία | |
Χριστιανοί Ορθόδοξοι |
Ρουμ είναι η τουρκική μορφή της ελληνικής λέξης «Ρωμιός» που αναφερόταν σε όσους προέρχονταν από την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μέχρι το 19ο αιώνα ήταν ισοδύναμη με την έννοια του Ορθόδοξου Χριστιανού. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από την οθωμανική διοίκηση για να περιγράψει όλους όσους βρίσκονταν υπό τη διοίκηση των ορθόδοξων πατριαρχείων και εκκλησιών στην οθωμανική επικράτεια.[1] Όλοι αυτοί υπόκεινταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.[2]
Μετά την ἀλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ο οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ ανέθεσε τον έλεγχο των κατακτημένων στον υψηλότερο εναπομείναντα στην πόλη Βυζαντινό αξιωματούχο, το Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Λίγο αργότερα ο Νοταράς έχασε την εμπιστοσύνη του Σουλτάνου, που διέταξε την εκτέλεσή του και στράφηκε στην εκκλησία. Επικεφαλής της αναδείχθηκε ο Γεννάδιος Σχολάριος, που ενθρονίστηκε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης τον Ιανουάριο του 1454.[3] Σύμφωνα με τη μόνη σύγχρονη πηγή των γεγονότων, τον Κριτόβουλο, ο Σουλτάνος αποκατέστησε την εκκλησία στη θέση που είχε πριν την οθωμανική κατάκτηση και έδωσε στον Πατριάρχη «δώρα» και «ελευθερία», η σημασία των οποίων είναι δύσκολο να εξακριβωθεί.[4] Ο πατριάρχης ήταν από τα ανώτερα αξιώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και λογοδοτούσε μόνο στον σουλτάνο. Θεωρώντας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ο διάδοχος της Βυζαντινής (Ελληνικής) Εκκλησίας, οι Οθωμανοί ανέθεσαν τις κυριότερες αρμοδιότητες της εκκλησιαστικής διοίκησης σε Έλληνες ή τουλάχιστον ελληνόφωνους.[5]
Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, και πιθανόν και αργότερα, οι Οθωμανοί δεν είχαν σταθερή πολιτική για τους μη Μουσουλμάνους.[6] Η εξουσία που αναγνωριζόταν στο πρόσωπο κάθε Πατριάρχη ήταν προσωπική, όχι θεσμική, και με την ενθρόνιση κάθε νέου Πατριάρχη χρειαζόταν να εκδοθεί νέο μπεράτι.[7] Οι οθωμανοί δεν ευνοούσαν πάντοτε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το 1557, επί βασιλείας του Σουλεϊμάν Α΄, η μέχρι τότε αυτοκέφαλη μητροπολιτική έδρα του Ιπεκίου έγινε Πατριαρχείο, μετά από αίτημα του Σοκολού Μεχμέτ Πασά, ο αδερφός του οποίου ενθρονίστηκε Πατριάρχης, με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο των Σλαβικών περιοχών των Βαλκανίων. Επίσης, επέτρεψαν τη δράση Καθολικών ιεραποστόλων που προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν ορθοδόξους Χριστιανούς ιδρύοντας ουνίτικες Εκκλησίες.[8] Αντιδρώντας στην Καθολική πρόκληση το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να υπαγάγει το σύνολο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στον έλεγχό του. Η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία με την κατάργηση του Πατριαρχείου του Ιπεκίου και της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας το 1766 και 1767 ανστίστοιχα.[9]
Από το 18ο αιώνα, λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου, η ελληνική γλώσσα έγινε lingua franca και όποιος σκόπευε να ασχοληθεί με το εμπόριο και τις τέχνες έπρεπε να γνωρίζει ελληνικά. Οι εμπορικές επαφές, οι μικτοί γάμοι και η κοινή θρησκεία οδήγησε αρκετούς Βουλγάρους να υιοθετήσουν έναν ελληνικό τρόπο ζωής. Η γνώση της ελληνικής ήταν θέμα κοινωνικής και πολιτισμικής διάκρισης και δεν γινόταν αντιληπτή ως εθνική αφομοίωση.[10] Σαν αποτέλεσμα αυτού, δημιουργήθηκε τον 18ο αιώνα μία συνεκτική πολυ-εθνική Ορθόδοξη πολιτισμική κοινότητα, με τα δικά της υπερ-εθνικά χαρακτηριστικά, ένα εκ των οποίων ήταν τη χρήση της ελληνικής στη λατρεία και τη διανόηση. Τα μέλη αυτής της κοινότητας αυτοαποκαλούνταν «Ρωμαίοι» ή «Ρωμιοί» στα ελληνικά και «Ромеи» στα βουλγαρικά ή "Βυζαντινοί" με την έννοια των Ορθοδόξων. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα Έλληνες και μή-Έλληνες των Βαλκανίων, ειδικά μεταξύ του αστικού πληθυσμού, αυτοαποκαλούνταν "Ρωμιοί", ενώ στην ύπαιθρο χρησιμοποιούσαν τον όρο "Χριστιανοί". Για τα μέλη της Ορθόδοξης κοινότητας, σε αστικά και αγροτικά περιβάλλοντα, η μετοχή στη θρησκευτική κοινότητα θεωρούνταν σημαντικότερη από την εθνότητα και σπάνια γινόταν χρήση εθνωνυμίων.[11] Σύμφωνα με τους ιστορικούς Άντονυ Σμιθ και Βασίλη Γούναρη, η ύπαρξη συλλογικής ονομασίας, μύθου κοινής καταγωγής από το Βυζάντιο, κοινής παράδοσης θρησκευτικών διωγμών, αλληλεγγύης μεταξύ ομοδόξων και κοινής θρησκευτικής νοοτροπίας ανάμεσα στα μέλη του Ρουμ μιλέτ σημαίνει ότι αποτελούσαν εθνοτική ομάδα.[12][13]