Ραμνούντας
δήμος της αρχαίας Αθήνας From Wikipedia, the free encyclopedia
δήμος της αρχαίας Αθήνας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ραμνούς ή Ραμνούντας (αρχαία ελληνικά: Ῥαμνοῦς), (ο δήμος: Ραμνούντος ΝΜΑΕ ή Ραμνούντα ΝΕ) [1] ήταν αρχαίος οικισμός - πόλη και δήμος της Αιαντίδας (περιοχή της Αρχαίας Αττικής και φυλή της αρχαίας Αθήνας).
Άγαλμα της θεάς Θέμιδος, σε πεντελικό μάρμαρο. Βρέθηκε στο Ραμνούντα, το 1890, μέσα στο μικρό ναό της Νεμέσεως. Περί το 300 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. | |
Γενικά στοιχεία | |
---|---|
Ονομασία | Ῥαμνοῦς |
Κύριος οικισμός | Ραμνούς |
Διοικητικά στοιχεία | |
Ταυτότητα | δήμος της αρχαίας Αττικής |
Ονομασία δήμου | Δήμος Ραμνούντος |
Ονομασία δημότη | Ραμνούσιος |
Φυλή | Αιαντίδα |
Τριττύς | Παραλίας |
Σύστημα εξουσίας | Πόλη–κράτος |
Πολιτικό σύστημα | Αθηναϊκή Δημοκρατία |
Τίτλος ηγέτη | δήμαρχος |
Λήψη αποφάσεων | Αρχαία Βουλή & Δήμος |
Αριθμός βουλευτών | |
1η περίοδος 508 – 307/306 π.Χ. | 8 |
2η περίοδος 307/306–224/223 π.Χ. | 8 |
3η περίοδος 224/223–201/200 π.Χ. | 12 |
4η περίοδος 201/200 π.Χ.– 126/127 | άγνωστος |
5η περίοδος 126/127–3ος αιώνας | άγνωστος |
Ιστορική εξέλιξη | |
Ίδρυση | 508 π.Χ. |
Λήξη | 3ος αιώνας |
Αντικαταστάθηκε από | Δήμος Μαραθώνος |
Λατρευτικές παραδόσεις | |
Ιερά | Μικρός ναός της Νέμεσης και της Θέμιδας Μεγάλος ναός της Νέμεσης Ναός του Αμφιάραου (Αμφιάρειον) Ιερό της Αφροδίτης Ηγεμόνης Ιερό του Διονύσου Ιερό του Διός Σωτήρος Ιερό της Αθηνάς Σωτείρας Ιερό των ηρώων Αρχηγέτη και Αριστομάχου |
Αρχαιολογία | |
Αξιόλογα κτίσματα | Γυμνάσιον Ραμνούντος, Θέατρο του Ραμνούντα |
Φρούρια–οχυρά | Ακρόπολη Ραμνούντος, Φρούριο Ραμνούντος |
Ανασκαφές | αρχαιολογική θέση Ραμνούς: 1890, ανασκαφές υπό τον Βαλέριο Στάη |
Περιοχή | |
Αρχαία Αττική θέση Ραμνούς Αττική | |
Οι δήμοι της αρχαίας Αττικής | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ραμνούντας σήμερα είναι αρχαιολογικός χώρος της Ανατολικής Αττικής με τα εντυπωσιακά ερείπιά του να βρίσκονται βορειοδυτικά του σύγχρονου οικισμού της Αγίας Μαρίνας Γραμματικού του Δήμου Μαραθώνος στην ανατολική ακτή της Αττικής, με θέα τα ευβοϊκά στενά. Στο Ραμνούντα υπήρχε λατρευτικός χώρος της αδυσώπητα εκδικητικής θεάς Νέμεσης,[2] που ήταν και ο σημαντικότερος λατρευτικός χώρος της θεάς στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ραμνούντας είναι από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους, όπου ο επισκέπτης μπορεί να διαπιστώσει τη δομή λειτουργίας ενός αττικού δήμου. Ο δήμος αυτός ήταν στρατηγικά σημαντικός για τις θαλάσσιες διαδρομές και ενισχυόταν αμυντικά με αθηναϊκή φρουρά των εφήβων (νέων ανδρών), οι οποίοι υπηρετούσαν εκεί κατά το 2ο έτος της θητείας τους. Η οχυρωμένη ακρόπολη του Ραμνούντα δεσπόζει πάνω από τα δύο μικρά λιμάνια που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές του χώρου, ο οποίος είναι φραγμένος ως επάνω, εκτενώς, από την αρχαιότητα και στα οποία λιμανάκια εισάγονταν σιτηρά για την Αθήνα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η ονομασία του δήμου προέρχεται από το φυτό "ράμνος" (ακανθώδης θάμνος, κοινή ονομασία: λευκαγκαθιά, επιστημονική ονομασία: Rhamnus, οικογένεια: Ραμνοειδή, Rhamnaceae), το οποίο φυτρώνει μέχρι και σήμερα στην περιοχή του δήμου.[3][4]
Ο δήμος του Ραμνούντα ήταν δήμος της Παραλίας.[5] Ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα[6][7] βρίσκεται στην κοιλάδα του Λιμικού, κοντά στην περιοχή του Μαραθώνα και του Γραμματικού, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα.
Οι ερευνητές του 19ου αιώνα Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής[3] και Διονύσιος Σουρμελής,[4] επίσης επιβεβαιώνουν τη διαχρονική ύπαρξη του δήμου στην περιοχή αυτή.
Η πρώτη διερευνητική ανασκαφή στο Ραμνούντα έγινε από τους Dilettanti το 1813, ενώ το 1880 ανασκαφές πραγματοποίησε ο Δημήτριος Φίλιος. Μεταξύ των ετών 1890-1892 συνέχισε το ανασκαφικό έργο ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Βαλέριο Στάη, η οποία ανακάλυψε το ιερό της Νέμεσης, το φρούριο και πολλούς ταφικούς περιβόλους. Το 1958 έγινε σύντομη ανασκαφική έρευνα από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα, ενώ από το 1975 ως σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα ανασκάπτεται και μελετάται συστηματικά με χρηματοδότηση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με επικεφαλής στη διεύθυνση τον αρχαιολόγο και ακαδημαϊκό Βασίλειο Πετράκο.[8][9]
Ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα, καταλαμβάνει έναν λόφο ύψους 30 μέτρων που βρίσκεται πολύ κοντά στη θάλασσα ανάμεσα σε δύο όρμους. Το περιτειχισμένο τμήμα του καλύπτει έκταση 230 επί 270 μέτρων. Μέσα στα τείχη σώζονται το γυμνάσιο, το θέατρο, ιερά και η ακρόπολη του Ραμνούντα. Η κεντρική πύλη του φρουρίου βρίσκεται ακόμα στα νότια του φρουρίου, όμως υπάρχουν και άλλες, μικρότερες πύλες. Η κατασκευή των τειχών έχει γίνει από τοπικό μάρμαρο, από τον κοντινό όρμο της Αγίας Μαρίνας. Μέσα στα όρια των τειχών ξεχωρίζουν οι ναοί της Νέμεσης, ενώ έξω από τον περιτειχισμένο λατρευτικό χώρο διασώζονται ίχνη κατοικιών. Επίσης υπάρχει ναός του Αμφιάραου (Αμφιάρειον), αλλά και αρκετοί ταφικοί περίβολοι, όπως αυτός του Μενεστίδου. Ο Ραμνούντας, αν και ο πιο καλοδιατηρημένος αρχαίος δήμος της Αττικής, είναι από τους πιο απομονωμένους αρχαιολογικούς χώρους της. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται φαινόμενα εγκατάλειψης του αρχαιολογικού χώρου[10].
Ο δήμος, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται και από διάφορες επιγραφές,[11] ως μέλος της Αιαντίδας φυλής, συμμετείχε με 8 βουλευτές στην αρχαία Βουλή των 500, κατά την πρώτη περίοδο (508 – 307/306 π.Χ.). Κατά τη δεύτερη περίοδο (307/306 – 224/223 π.Χ.) ο δήμος αντιπροσωπευόταν επίσης με 8 βουλευτές ενώ την τρίτη περίοδο (224/223 – 201/200 π.Χ.) αντιπροσωπευόταν με 13 βουλευτές στη Βουλή των 600. Κατά την τέταρτη (201/200 π.Χ. – 126/127) και την πέμπτη περίοδο (126/127 – 3ος αιώνας) είναι άγνωστος ο αριθμός βουλευτών–αντιπροσώπων του δήμου.
Ο δημότης του αρχαίου Ραμνούντος ονομαζόταν Ραμνούσιος.[12][13][14][3][4] Η αρχαία πόλη του Ραμνούντα κυριαρχούσε πάνω σε δύο λιμάνια στρατηγικής σημασίας για την αρχαία Αθήνα, που αντιστοιχούν στους κολπίσκους μπροστά από τα σημερινά χωριά Σέσι και Αγία Μαρίνα.
Η κατανόηση της ιστορίας του Ραμνούντα είχε βελτιωθεί σημαντικά από το έργο του Jean Pouilloux (Ζαν Πουϊγιού),[15] ο οποίος μελέτησε το φρούριο και τις επιγραφές από την περιοχή.
Το κέντρο του δήμου ήταν οχυρωμένο από το τέταρτο αιώνα π.Χ. και η ακρόπολη χρονολογείται περί το 413 π.Χ. Οι οχυρώσεις αυτές επανδρώνονταν από έφηβους, οι οποίοι υπηρετούσαν τη θητεία τους κατά το δεύτερο έτος.
Το 295 π.Χ. ο δήμος κατακτήθηκε από τον Δημήτριο Α' της Μακεδονίας, αλλά σύντομα επανήλθε και πάλι στους Αθηναίους. Λίγο αργότερα, έγινε βάση των συμμαχικών δυνάμεων των Πτολεμαίων κατά τη διάρκεια του Χρεμωνιδείου πολέμου (268 ή 267-261 π.Χ.).
Η οχυρωμένη ακρόπολη του Ραμνούντα[16] περικλείει ένα ψηλό λόφο της περιοχής, ύψους περίπου 28 μέτρων, ενώ τα τείχη του φρουρίου έχουν πλάτος, περίπου 2,30 με 2,70 μέτρα. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα με τοπικό μάρμαρο από την περιοχή της σύγχρονης Αγίας Μαρίνας. Το φρούριο του Ραμνούντα αναφερόταν, σε διάφορες μεταγενέστερες εποχές και με τις ονομασίες Ταυρόκαστρον[4] ή Οβριόκαστρον[16][4] ή Ληνικόν[4] ή Ελληνικόν.[4] Υπήρχε, επίσης, σημαντικός αριθμός κτιρίων έξω από τα τείχη της οχυρωμένης περιοχής.
Στον Ραμνούντα βρίσκονται δυο ιερά[17] της Ραμνουσίας Νεμέσεως (το μικρό και το μεγάλο). Σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, η θεά Νέμεσις ήταν η μητέρα της ωραίας Ελένης, η οποία γεννήθηκε από αυγό που άφησε ο μεταμορφωμένος σε κύκνο Δίας στη μήτρα της Λήδας. Τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία της λατρείας της Νέμεσης στο δήμο αυτό αναφέρονται στο 499 π.Χ., αν και πιθανώς η λατρεία να ξεκινά ακόμη παλαιότερα. Γύρω στο 430 π.Χ. χτίστηκε ο ναός ο αφιερωμένος στη θεότητα, ο οποίος ήταν από τα τελευταία παραδείγματα πολυγωνικής κατασκευής. Δίπλα του ήταν ένας ακόμα ναός της Νέμεσης και της Θέμιδας.
Οι δύο ναοί της Νέμεσης, βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, σε περιοχή προς το δρόμο μεταξύ του Ραμνούντα και του Μαραθώνα, περίπου 630 μέτρα νότια της μετέπειτα πόλης. Στη σύγχρονη εποχή, το αξιοθαύμαστο έργο του John Peter Gandy's[18] ήταν η πρώτη απόπειρα, το 1813, προκειμένου να τεκμηριωθεί η περιοχή. Ως πρωτοπόρος με υποτυπώδη πειθαρχία καταγράφει στις σημειώσεις και τα σχέδια πολλές πληροφορίες που διαφορετικά θα είχαν χαθεί.
Το ιερό της Νέμεσης δημιουργήθηκε την Αρχαϊκή εποχή μέσα σε έναν περιτοιχισμένο χώρο. Κατά την διάρκεια των πρώτων ετών συνυπήρχε με τον γύρω οικισμό αλλά αργότερα το ιερό απομονώθηκε και οι κατοικίες και οι υπόλοιπες υποδομές διασκορπίστηκαν στην γύρω περιοχή. Το ιερό της Νέμεσης συνέχισε να ακμάζει και κατά την Ρωμαϊκή περίοδο καθώς δεχόταν αφιερώματα και από Ρωμαίους αυτοκράτορες.
Ο πρώτος, ο μικρότερος, ναός της Νέμεσης και της Θέμιδας, χρονολογείται από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., και κατασκευάστηκε με πέτρα από τον Πόρο και λακωνικά κεραμίδια και πιθανότατα καταστράφηκε από τους Πέρσες μεταξύ του 480-479 π.Χ. Στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα ο μικρός αυτός ναός ξαναχτίστηκε σε δωρικό ρυθμό (6Χ12: διαστάσεων 6,15 Χ 9,9 μέτρων) πάνω στα προγενέστερα ερείπια, όπου λατρεύονταν προηγουμένως οι θεές Θέμις και Νέμεσις, όπως υποδεικνύεται από αναθηματικές επιγραφές σε δύο μαρμάρινα καθίσματα του 4ου π.Χ. αιώνα που χωροθετούνται στο αίθριο του ιερού. Το πρώτο ήταν η προσωποποίηση της σωστής σειράς και το τελευταίο, η εκδίκηση για τους παραβάτες της τάξης. Ο ναός χτίστηκε από τοπικό σκούρο μάρμαρο και στεγάσθηκε με πλακάκια από τερακότα. Οι τοίχοι του σηκού όπως και η πλατεία του αίθριου του ιερού είναι σε λεσβιακό πολυγωνικό στυλ τοιχοποιίας. Ο μικρός ναός χρησίμευσε πιθανώς αργότερα ως θησαυροφυλάκιο του μεγάλου ναού και για να φυλάσσονται διάφορα λατρευτικά αγάλματα. Αυτή η κατασκευή διατηρήθηκε μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Κατά τις ανασκαφές του 1890, υπό τον Βαλέριο Στάη, στον σηκό του μικρού ναού βρέθηκε το άγαλμα της Θέμιδας του Ραμνούντα (γνωστό και ως: Θέμις (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. 231)) το οποίο φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Η θεά Θέμιδα, φορεί ψηλά ζωσμένο χιτώνα, πλούσια πτυχωμένο ιμάτιο και σανδάλια. Το κεφάλι είναι ένθετο και το δεξί χέρι ήταν πρόσθετο από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου. Η Θέμις, κόρη του Ουρανού και της Γης, ήταν θεά της δικαιοσύνης και στον Ραμνούντα λατρευόταν στον ίδιο ναό με τη Νέμεση. Στην πρόσθιο όψη του βάθρου υπάρχει επιγραφή σύμφωνα με την οποία το άγαλμα, το οποίο φιλοτέχνησε ο Χαιρέστρατος από τον Ραμνούντα, ήταν αφιέρωμα του Μεγακλέους στη Θέμιδα. Πρόκειται για έργο, περίπου του 300 π.Χ. και βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.
Η κατασκευή του μεγαλύτερου ναού της Νέμεσης[19] άρχισε μεταξύ των ετών 460-450 π.Χ. και συνεχίστηκε μέχρι τα έτη 430-420 π.Χ. Χτίστηκε ως δωρικός περίπτερος[17] ναός, κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Περικλή, όταν ο Παρθενώνας κατασκευαζόταν στην Αθήνα. Πιστεύεται ότι σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Καλλικράτη, ο οποίος είχε σχεδιάσει και το ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα, το ναό του Ποσειδώνα στο ακρωτήριο του Σουνίου και το ναό του Άρη στις Αχαρνές.
Η ευθυντηρία του στερεοβάτη και το χαμηλότερο επίπεδο της κρηπίδας έγιναν από το τοπικό μαύρο μάρμαρο, ενώ το υπόλοιπο κατασκευάστηκε από λευκό μάρμαρο.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος πρέπει να είχε διακόψει την ολοκλήρωση του ναού, από το 431 π.Χ. και η λάξευση των ραβδώσεων των στηλών δεν έγινε, ενώ και τμήματα του στυλοβάτη έμειναν ημιτελή, προκαλώντας φθορές στο προστατευτικό μάρμαρο το οποίο καταστρεφόταν πιο εύκολα στις γωνίες και τις άνω επιφάνειες. Δεν υπήρχαν γλυπτά των αετωμάτων, ούτε ήταν οι μετόπες διακοσμημένες με γλυπτό διάκοσμο. Η στέγη όμως ήταν διακοσμημένη με γλυπτά ακρωτήρια.
Σε κάποιο σημείο, μετά την αρχική κατασκευή, ο ναός της Νέμεσης υπέστη σοβαρές ζημιές στο ανατολικό άκρο του και τα ανώτερα τμήματά του και στη συνέχεια επισκευάστηκε εκ νέου. Η βλάβη αυτή, όπως και σε άλλους ναούς της περιοχής και η καταστροφή διαφόρων μνημείων στην Αθήνα πιστεύεται ότι προκλήθηκεαπό ταστρατεύματα του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας, κατά τη διάρκεια επιδρομών του 200 π.Χ. Τα τμήματα μαρμάρου, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επισκευή του ναού της Νέμεσης είναι διαφορετικά από τα αρχικά και ο εξοπλισμός είναι αρκετά διαφορετικός, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επισκευές έγιναν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όταν το ενδιαφέρον για τους παλιούς κλασικούς ναούς ανανεώθηκε. Το κεντρικό τμήμα του επιστυλίου, στο ανατολικό άκρο του ναού φέρει επιγραφή του δήμου του Ραμνούντα προς την θεοποιημένη Λιβία, η οποία μπορεί να συνδέεται και με τις επισκευές. Αυτή η ανοικοδόμηση πρέπει να ήταν δαπανηρή, δεδομένου ότι έγιναν σημαντικές εργασίες αντικατάστασης στο ανατολικό άκρο του ναού, σε τμήματα που αφορούσαν τη ζωοφόρο, το γείσον, ίσως το τύμπανον, τον συλλέκτη του γείσου, τα ακρωτήρια και ίσως σε μέρος του σήματος, τα κεραμίδια και την οροφή. Σε αντίθεση με άλλους ναούς της Αττικής που είχαν ρημάξει, ο ναός της Νέμεσης δεν είχε απογυμνωθεί από χρήσιμα μέρη ή να είχε αφαιρεθεί ολόκληρο για μεταφορά προς την Αθήνα. Αντ' αυτού, αποκαταστάθηκε με υπερηφάνεια ως ένα σημαντικό τοπικό μνημείο.
Ο σηκός του μεγάλου ναού στέγαζε το κυρίαρχο λατρευτικό αντικείμενο, το άγαλμα της Νέμεσης, το οποίο ήταν γλυπτό του Αγοράκριτου, μαθητή του Φειδία, κατασκευασμένο από κομμάτι παριανού μαρμάρου και το οποίο είχε ύψος περίπου 4 μέτρων. Ο Ρωμαίος ιστορικός και γνώστης Βάρρων το βαθμολογεί ως το καλύτερο παράδειγμα της ελληνικής γλυπτικής.[20] Εκτιμούσε ότι ήταν ίσως έργο του Αγορακρίτου, αν και σύμφωνα με τον Παυσανία, άλλοι το απέδιδαν στον ίδιο τον δάσκαλό του τον Φειδία.[2] Λέγεται ότι ήταν αρχικά άγαλμα της θεάς Αφροδίτης το οποίο απορρίφθηκε από τον κύριο κατασκευαστή του έργου και είχε μετατραπεί σε άγαλμα της Νέμεσης προκειμένου να πωληθεί για τον ναό στον Ραμνούντα, υπό την προϋπόθεση όμως, να μην επιστραφεί ποτέ στην Αθήνα.
Μεταγενέστερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, στα ερείπια του κατεστραμμένου μεγάλου ναού, ανακαλύφθηκε από τον Βρετανό αρχιτέκτονα John Peter Gandy (1787–1850) μαρμάρινο κεφάλι από λατρευτικό άγαλμα της Νέμεσης αντίστοιχου μεγέθους με το αναφερόμενο, το οποίο έφερε διατρήσεις για τη στερέωση χρυσού στεφανιού, το οποίο και είναι σήμερα έκθεμα της Συλλογής του Βρετανικού Μουσείου.[21] Αυτό το κεφάλι δείχνει να έχει στυλιστικές ομοιότητες με τα γλυπτά του αετώματος του Παρθενώνα των ετών 440-432 π.Χ. Πολλά μέλη του αρχικού αγάλματος έχουν ανακτηθεί και ανακατασκευαστεί [22][23] από τις εκατοντάδες των θραυσμάτων που βρέθηκαν διασκορπισμένα μετά την καταστροφή της εικόνας λατρείας από τους πρώτους Χριστιανούς και αυτό επέτρεψε την ταυτοποίηση των συνολικά έντεκα ρωμαϊκών αντιγράφων, σε μικρότερη κλίμακα, του αρχικού αγάλματος. Η βάση του αγάλματος, περίπου 90 πόντους σε ύψος και 240 πόντους σε πλάτος, έχει επίσης ανακατασκευαστεί. Στις τρεις πλευρές της βάσης, η σκηνή εκτυλίσσεται περιστροφικά με παράσταση που δείχνει την παρουσίαση της ωραίας Ελένης στην μητέρα της Νέμεση, από την Λήδα.[24]
Στον Ραμνούντα υπήρχαν επίσης ιερά της Αφροδίτης Ηγεμόνης, του Διονύσου, του Διός Σωτήρος, της Αθηνάς Σωτείρας και των ηρώων Αρχηγέτη και Αριστομάχου. Προς τιμήν του Διονύσου πραγματοποιούνταν κωμωδίες και άλλα θεατρικά δρώμενα, ενώ ως μέρος των ιερών τελετών προς τη Νέμεση, διεξάγονταν και διαγωνισμοί λαμπαδηδρόμων.
Πολλά ταφικά μνημεία έχουν ανακτηθεί από διάφορες ταφές κατά μήκος του δρόμου μεταξύ του Ραμνούντα και του Μαραθώνα.
Χαρακτηριστικό εύρημα είναι και το επιτύμβιο ανάγλυφο σε πεντελικό μάρμαρο, περίπου μεταξύ των ετών 325-300 π.Χ., το οποίο βρέθηκε στο Ραμνούντα. Απεικονίζονται ένας ώριμος, γενειοφόρος άνδρας στηριγμένος σε βακτηρία και μια νεαρή γυναίκα οι οποίοι δίνουν σιωπηλά τα χέρια, ενωμένοι και μετά θάνατον. Η ξεχωριστή ομορφιά της γυναίκας με τα λεπτά χαρακτηριστικά, τη λυγερή κορμοστασιά και την κομψότητα της στάσης παραπέμπει σε αγάλματα του Πραξιτέλους. Ανήκει σε επιτύμβιο ναΐσκο από τον ταφικό περίβολο του Ιεροκλέους. Η αετωματική επίστεψη με τα ονόματα των νεκρών, Ιέρων, γιος του Ιεροκλέους, από τον Ραμνούντα και Λυσίππη, βρίσκεται στο Ραμνούντα. Εκεί βρίσκεται επίσης και η βάση του ναΐσκου με επίγραμμα, στο οποίο γίνεται αναφορά στον Ιέρωνα και στα τέσσερα αδέλφια του που πέθαναν πριν από αυτόν. Το επιτύμβιο ανάγλυφο βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, περί το έτος 46, γίνονταν αφιερώματα στο ιερό το οποίο περιελάμβανε και τη λατρεία της θεοποιημένης Λιβίας, συζύγου του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου και προς τον επίσης θεοποιημένο αυτοκράτορα Κλαύδιο. Κατά το 2ο αιώνα, ο Ηρώδης ο Αττικός προσέφερε ως αφιερώσεις τις προτομές των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Λευκίου Βέρου, καθώς και ένα άγαλμα του μαθητή του Πολυδευκίωνα. Η λατρεία της Νεμέσεως στον Ραμνούντα έλαβε επίσημα τέλος με το διάταγμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Αρκαδίου το 382, ο οποίος διέταξε την καταστροφή των τυχόν επιζώντων πολυθεϊστικών ναών στην ύπαιθρο.[25]
Υπήρξαν διάφοροι γνωστοί πολίτες από τον δήμο του Ραμνούντος, όπως ο Δημήτριος ο Ραμνούσιος, ο Δημέας ο Ραμνούσιος, ο Δικαιΐδης ο Ραμνούσιος, ο Διόδωρος ο Ραμνούσιος, ο Διόγνητος ο Ραμνούσιος κ.α.[26] Από τους πλέον γνωστούς, οι οποίοι είχαν κάποιου είδους σχέση με το δήμο ή την περιοχή του ήταν επίσης οι:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.