Πινακοθήκη Μπρέρα
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Πινακοθήκη Μπρέρα (ιταλ. Pinacoteca di Brera) είναι πινακοθήκη στην οποία εκτίθενται έργα τέχνης και βρίσκεται στο Μιλάνο της Ιταλίας. Σε αυτήν βρίσκεται μια από τις πλέον σημαντικές συλλογές πινάκων Ιταλών ζωγράφων. Δημιουργήθηκε ως συνεπακόλουθο του εκπαιδευτικού-πολιτιστικού προγράμματος της Ακαδημίας της Μπρέρα. Και η Ακαδημία και η Πινακοθήκη στεγάζονται στο Παλάτσο Μπρέρα (Palazzo Brera) στην οδό Μπρέρα αριθ. 28.[8]
Πινακοθήκη Μπρέρα | |
---|---|
Είδος | μουσείο τέχνης[1][2][3], εκπαιδευτικό ίδρυμα, έκθεση τέχνης, μουσείο μοντέρνας τέχνης[2][4][5], Ιταλικό εθνικό μουσείο[2], Istituto museale ad autonomia speciale και Museum of the Italian Ministry of Culture[3] |
Διεύθυνση | via Brera, 28 - Milano[6] και Via Brera 28, 20121 Milano[2][3] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Μιλάνο[2] |
Τοποθεσία | Palazzo Brera |
Χώρα | Ιταλία[3] |
Έναρξη κατασκευής | 1776 |
Ολοκλήρωση | 1776 |
Αρχιτέκτονας | Πιέρο Πορταλούπι[7] και Gualtiero Galmanini |
Προστασία | ιταλικό πολιτισμικό αγαθό[6] |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η Πινακοθήκη συστεγάζεται στο μέγαρο Μπρέρα μαζί με την Εθνική Βιβλιοθήκη της Μπρέρα (Biblioteca Nazionale Braidense), το Αστεροσκοπείο της Μπρέρα (Osservatorio di Brera), τον Βοτανικό κήπο (Orto Botanico), το Λομβαρδικό Ίδρυμα Επιστημών και Γραμμάτων (Istituto Lombardo di Scienze e Lettere) και την Ακαδημία Καλών Τεχνών (Accademia di Belle Arti). Το μέγαρο οικοδομήθηκε τον 14ο αιώνα σε μια "braic" ή "braida", λέξη γερμανικής προέλευσης που σημαίνει "υπερυψωμένη περιοχή με χορτάρι" [9] και έλαβε αυτό το όνομα λόγω της θέσης οικοδόμησής του, ονομασία που μετεξελίχθηκε σε «Μπρέρα». Αρχικά το μέγαρο χρησιμοποιήθηκε από το θρησκευτικό τάγμα των «Umiliati» (ταπεινωμένων), για να περάσει αργότερα στην κυριότητα του τάγματος των Ιησουιτών, οι οποίοι ίδρυσαν εκεί μια σχολή. Το κτήριο αναδομήθηκε, με περισσότερο λιτό και αυστηρό σχήμα, τον 16ο αιώνα από τον Φραντσέσκο Μαρία Ρικκίνι (Francesco Maria Ricchini). Το 1772 το τάγμα των Ιησουιτών καταργείται και το κτήριο περιέρχεται σε χρήση από διάφορες σχολές, μεταξύ των οποίων και η Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ παραμένει έδρα του Αστεροσκοπείου. Το 1774 δημιουργείται ο βοτανικός κήπος. Το 1776 η Μαρία Θηρεσία δημιουργεί την Πινακοθήκη ως διδακτικό συμπλήρωμα της Ακαδημίας Καλών Τεχνών.[10]
Την οριστική μορφή του κτηρίου έδωσε ο Τζουζέππε Πιερμαρίνι (Giuseppe Piermarini), ένας από τους πρωτεργάτες του νεοκλασικισμού στην Ιταλία. Η επέκταση του μεγάρου για την στέγαση της Βιβλιοθήκης και η ολοκλήρωση της εσωτερικής αυλής, στην οποία τοποθετήθηκε το 1859 το μπρούντζινο άγαλμα του Ναπολέοντα (έργο του Αντόνιο Κανόβα), απεικονιζόμενου ως του ειρηνοποιού Άρη, είναι δικές του εργασίες.[10] Ο Περμαρίνι έγινε καθηγητής στην Ακαδημία Μπρέρα όταν αυτή συστάθηκε επίσημα το 1776.
Το 1796 το Μιλάνο καταλαμβάνεται από τον Ναπολέοντα, ο οποίος στέφεται βασιλέας της Ιταλίας στον καθεδρικό ναό της πόλης το 1805. Η πινακοθήκη Μπρέρα χρησιμοποιείται για να στεγάσει έργα ζωγραφικής από την ευρύτερη βόρεια Ιταλία, τα οποία είχαν μείνει χωρίς στέγη, ύστερα από το κλείσιμο πολλών θρησκευτικών ταγμάτων, με σχετικό διάταγμα του Ναπολέοντα. Με τον τρόπο αυτό η Μπρέρα αποκτά μερικά από τα εκλεκτότερα τρίπτυχα της Αναγέννησης.[11]
Το 1815 η Λομβαρδία περιέρχεται στην αυστριακή κυριαρχία. Ορισμένα από τα έργα που περιέχει επιστρέφονται στην Αγία Έδρα, αλλά η συλλογή της εξακολουθεί να μεγαλώνει, αν και με αργότερους ρυθμούς, χάρη σε κληροδοτήματα, δωρεές, αγορές και ανταλλαγές. Την περίοδο αυτή, πριν την ενοποίηση της Ιταλίας, η πινακοθήκη αποκτά την "Προσκύνηση των Μάγων" του Στέφανο ντα Βερόνα, τον "Χριστό νεκρό" (Cristo morto) του Αντρέα Μαντένια, την "Παρθένο στον κήπο με τα τριαντάφυλλα" του Λουίνι (Luini) καθώς και τρία πορτρέτα του Λόττο (Lotto), τα οποία δώρησε ο Βίκτωρ Εμμανουήλ ΙΙ όταν εισήλθε στο Μιλάνο μαζί με τον Ναπολέοντα Γ'.[12]
Το 1850 η πινακοθήκη αποκτά το έργο γνωστό σήμερα ως «Τρίπτυχο της Μπρέρα» του Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα, την «Πιετά» του Τζιοβάννι Μπελλίνι και ορισμένα έργα από την Galleria Sampieri της Μπολόνια. Κατά το ίδιο διάστημα πολυάριθμες νωπογραφίες αποσπασμένες από εκκλησίες προστίθενται στην συλλογή της, γεγονός που σήμερα την κάνει να είναι πιθανόν η υπ' αριθμόν ένα πινακοθήκη με συλλογή παρόμοιων νωπογραφιών παγκοσμίως. Το 1882 η Πινακοθήκη ανεξαρτητοποιείται ως φορέας από την Ακαδημία Καλών Τεχνών, καθώς αυτή διέθετε τα έργα της κυρίως για διδασκαλία και όχι για επισκέψεις φιλοτέχνων, αν και από το 1809 πολλά έργα εκτίθονταν ήδη στο ευρύ κοινό στις τελευταίες αίθουσες της σημερινής πινακοθήκης.[12]
Το 1898 διευθυντής της Πινακοθήκης τοποθετείται ο Κορράντο Ρίτσι (Corrado Ricci), διαπρεπής ιστορικός τέχνης (παρέμεινε ως το 1903). Για πρώτη φορά τα έργα ζωγραφικής ταξινομούνται σύμφωνα με τις διαφορετικές σχολές ζωγραφικής και κατά χρονολογική σειρά. Δεν παραμελείται και ο εμπλουτισμός της, με την απόκτηση, μεταξύ άλλων, των έργων "Ένοπλοι άνδρες" του Μπραμάντε, τεσσάρων τμημάτων της predella του πολύπτυχου του Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο προερχόμενου από την γυναικεία μονή της Valle Romita (γεγονός που επέτρεψε την ανασυγκρότηση του πολύπτυχου) και εξηντατριών πινάκων που δώρησε ο συλλέκτης και έμπορος έργων τέχνης Καζιμίρο Σίπριοτ (Casimiro Sipriot).[13]
Η δραστηριότητα της πινακοθήκης ως προς την απόκτηση νέων έργων συνεχίζεται τόσο από τους διευθυντές της όσο και από τον "Σύλλογο φίλων της Πινακοθήκης Μπρέρα" (Associazione Amici di Brera), έναν πολιτιστικό οργανισμό που προωθεί επίσης και τις εκπαιδευτικές της δραστηριότητες. Η Πινακοθήκη αποκτά πολυάριθμα έργα, μεταξύ άλλων πίνακες του Καραβάτζιο και του Τζιοβάννι Μπαττίστα Τιέπολο.
Το κτήριο υπέστη καταστροφές κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και το 1946 ξεκίνησαν εργασίες αποκατάστασής του. Αποκαταστάθηκε η θαυμάσια διακόσμηση του εσωτερικού (και ιδιαίτερα του αποκαλούμενου και "αδύτου", όπου στεγάζονται τα αριστουργήματα του Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα και του Ραφαήλ και το 1950 το μεγαλύτερο τμήμα της Πινακοθήκης ήταν και πάλι επισκέψιμο. Η απόκτηση νέων πινάκων συνεχίστηκε.
Η πινακοθήκη αντιμετώπιζε προβλήματα ελλιπούς χρηματοδότησης καθ' όλο το διάστημα από την δεκαετία του 1950 ως αυτή του 1970 και, το 1974, ο νέος διευθυντής της Φράνκο Ρουσσόλι τα δημοσιοποίησε, ανακοινώνοντας το κλείσιμό της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα προκειμένου να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα, υπό την επωνυμία "Progetto Grande Brera". Σκοπός του ήταν να αποκτήσει η Πινακοθήκη όλες τις απαραίτητες υποδομές και χώρους που θα την έκαναν να λειτουργεί αποτελεσματικά, όπως ταιριάζει σε ένα σύγχρονο μουσείο τέχνης. Το 1972 είχε αποκτηθεί το γειτονικό μέγαρο Παλάτσο Τσιττέριο (Palazzo Citterio) αλλά δεν υπήρχαν οι πόροι αξιοποίησής του. Το πρόγραμμα τερματίστηκε το 1977 με τον θάνατο του Ρουσσόλι χωρίς να ολοκληρωθεί, αλλά το 1977 η πινακοθήκη άρχισε να λειτουργεί ξανά. Σταδιακά απελευθερώθηκαν χώροι και το 1982 έγινε δυνατή και η λειτουργία καφετέριας και βιβλιοπωλείου (ήταν το πρώτο ιταλικό μουσείο που απέκτησε παρόμοιες εγκαταστάσεις). Παρά τα προβλήματά της, η πινακοθήκη συνέχισε να λειτουργεί και κατά την δεκαετία του 1990 τα έργα της ανατοποθετήθηκαν, ενώ επανήλθαν και ορισμένα τα οποία η βιβλιοθήκη είχε δανείσει.[13]
Επιλογή εκθεμάτων της Πινακοθήκης στο λήμμα Κατάλογος έργων της Πινακοθήκης Μπρέρα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.