Παραθορμόνη
πεπτιδική ορμόνη / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η παραθυρεοειδής ορμόνη (PTH), που ονομάζεται επίσης παραθορμόνη ή παραθυρίνη, είναι μια πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες και ρυθμίζει τη συγκέντρωση ασβεστίου στο αίμα μέσω των επιδράσεών της στα οστά, τα νεφρά και το έντερο.[1]
Η παραθορμόνη επηρεάζει την αναδιαμόρφωση των οστών, η οποία είναι μια συνεχής διαδικασία κατά την οποία ο οστικός ιστός εναλλάξ απορροφάται και αναδομείται με την πάροδο του χρόνου. Η παραθορμόνη εκκρίνεται ως απόκριση σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου στον ορό του αίματος (Ca2+). Η παραθορμόνη διεγείρει έμμεσα τη δραστηριότητα των οστεοκλαστών εντός των οστών (οστεώνας), σε μια προσπάθεια να απελευθερώσει περισσότερο ιοντικό ασβέστιο (Ca2+) στο αίμα για να αυξήσει ένα χαμηλό επίπεδο ασβεστίου στον ορό. Τα οστά λειτουργούν ως μια (μεταφορικά) «τράπεζα ασβεστίου» από την οποία το σώμα μπορεί να κάνει «αναλήψεις» όταν χρειάζεται για να διατηρήσει την ποσότητα του ασβεστίου στο αίμα στα κατάλληλα επίπεδα παρά τις διαρκώς παρούσες προκλήσεις του μεταβολισμού, του άγχους και των διατροφικών παραλλαγών. Η παραθορμόνη είναι «ένα κλειδί που ξεκλειδώνει το θησαυροφυλάκιο της τράπεζας» για την αφαίρεση ασβεστίου.
Η παραθορμόνη εκκρίνεται κυρίως από τα κύρια κύτταρα των παραθυρεοειδών αδένων. Είναι ένα πολυπεπτίδιο που περιέχει 84 αμινοξέα, το οποίο είναι μια προορμόνη. Έχει μοριακή μάζα περίπου 9500 Da.[2] Η δράση της είναι αντίθετη από αυτή της ορμόνης καλσιτονίνης.
Υπάρχουν δύο τύποι υποδοχέων παραθορμόνης. Οι υποδοχείς 1 της παραθυρεοειδικής ορμόνης, που ενεργοποιούνται από τα 34 Ν-τερματικά αμινοξέα της PTH, είναι παρόντες σε υψηλά επίπεδα στα κύτταρα των οστών και των νεφρών. Οι υποδοχείς 2 της παραθυρεοειδικής ορμόνης είναι παρόντες σε υψηλά επίπεδα στα κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος, στο πάγκρεας, στους όρχεις και στον πλακούντα.[3] Ο χρόνος ημιζωής της παραθορμόνης είναι περίπου 4 λεπτά.[4]
Διαταραχές που αποδίδουν πολύ λίγη ή πάρα πολύ παραθορμόνη, όπως ο υποπαραθυρεοειδισμός, ο υπερπαραθυρεοειδισμός και τα παρανεοπλασματικά σύνδρομα μπορεί να προκαλέσουν οστική νόσο, υπασβεστιαιμία και υπερασβεστιαιμία.