From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Πάττον, ο θρύλος της Νορμανδίας (αγγλικός τίτλος: Patton) είναι βιογραφική πολεμική ταινία του 1970 πάνω στη ζωή του στρατηγού Τζωρτζ Σμιθ Πάττον σε σκηνοθεσία Φράνκλιν Τζ. Σάφνερ και σενάριο των Φράνσις Φορντ Κόπολα και Έντμουντ Χ. Νορθ. Πρωταγωνιστής της ταινίας αυτής είναι ο Τζορτζ Σι Σκοτ, στον ομώνυμο ρόλο, ενώ συμμετέχουν οι Καρλ Μάλντεν, Μάικλ Μπέιτς και Καρλ Μάικλ Βόγκλερ. Η ταινία βραβεύτηκε με εφτά βραβεία όσκαρ συμπεριλαμβανομένου και εκείνου καλύτερης ταινίας. Ο μονόλογος του Πάττον κατά την έναρξη της ταινίας μπροστά από την αμερικανική σημαία αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία και θεωρείται πλέον κλασική[1].
Πάττον, ο θρύλος της Νορμανδίας | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Φράνκλιν Τζ. Σάφνερ |
Παραγωγή | Φρανκ Μακάρθι |
Σενάριο | Φράνσις Φορντ Κόπολα Έντμουντ Χ. Νορθ |
Πρωταγωνιστές | Τζορτζ Σι Σκοτ Καρλ Μάλντεν Μάικλ Μπέιτς Καρλ Μάικλ Βόγκλερ |
Μουσική | Τζέρυ Γκόλντσμιθ |
Φωτογραφία | Φρεντ Κόνεκεμπ |
Μοντάζ | Χιου Σ. Φάουλερ |
Εταιρεία παραγωγής | 20th Century Fox |
Διανομή | 20th Century Fox, Netflix και Disney+ |
Πρώτη προβολή | 4/2/1970 |
Διάρκεια | 165 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Έπεται | The Last Days of Patton |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το 1997 το Πάττον, ο θρύλος της Νορμανδίας έλαβε την 89η θέση ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου[2], ενώ το 2003 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.[3]
Η ταινία πραγματεύεται την προσωπικότητα του στρατηγού Τζορτζ Σμιθ Πάττον (Τζορτζ Σι Σκοτ), ο οποίος αποτέλεσε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πεισματάρης, αντικομφορμιστής, αλαζόνας, εκκεντρικός, φιλόδοξος, προκλητικός, φιλοπόλεμος κι αυστηρός, ο Πάττον δε χαριζόταν σε κανένα. Επικρίθηκε πολλές φορές για την αντιμετώπιση των ανδρών του, για τις αποφάσεις του, που πήγαιναν κόντρα στις εντολές που λάμβανε από τους Συμμάχους και για το μεγάλο του στόμα. Μια πολύπλευρη κι έντονη προσωπικότητα που θα έλεγε κανείς ότι το πεδίο της μάχης ήταν ο φυσικός του χώρος κι ότι γεννήθηκε για να πολεμάει. Εκτιμούσε τη γενναιότητα και περιφρονούσε το φόβο και τη δειλία για τη μάχη. Ήταν πριμαντόνα (όχι μόνο στρατηγός, αλλά και σταρ), όπως παραδέχεται κι ο ίδιος, διά στόματος Σκοτ, κάποια στιγμή στην ταινία. Η δόξα ήταν για αυτόν το παν κι η ζωή του επηρεασμένη από τις μάχες των αρχαίων λαών και κυρίως των Ελλήνων. Λάτρης της αρχαίας Ελλάδας, της φιλοσοφίας και του Αλκιβιάδη (ο οποίος οδήγησε τους Αθηναίους σε ήττα από τους Σπαρτιάτες μετά από μια καταστρεπτική ναυμαχία στις Συρακούσες, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου). Η ταινία μας μεταφέρει στο 1943, την περίοδο που ο Άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ είχε καταφέρει να νικήσει το Γερμανό στρατηγό Έρβιν Ρόμελ στη μάχη του Ελ Αλαμέιν και τα στρατεύματα του ενώθηκαν με τα αμερικανικά, ώστε οι Σύμμαχοι να καταλάβουν την Τυνησία. Εκείνη την περίοδο, μετά από την ήττα των Αμερικανών στη μάχη του Κάσεριν, ο Πάττον αναλαμβάνει τη διοίκηση του 2ου Σώματος Στρατού των Η.Π.Α., με σκοπό να επιβάλλει την τάξη. Μεγάλος του αντίπαλος ο Γερμανός στρατηγός Έρβιν Ρόμελ (Καρλ Μάικλ Βόγκλερ) τον οποίο θέλει να κερδίσει, ανταγωνιστής του ο Μοντγκόμερι (Μάικλ Μπέιτς), από τον οποίο ο Πάττον θέλει περισσότερη δόξα και συμπαραστάτης του (άσχετα με το γεγονός ότι δεν συμφωνεί με τις μεθόδους του) ο στρατηγός Όμαρ Μπράντλεϊ (Καρλ Μάλντεν).
Η ταινία, βραβευμένη με όσκαρ σεναρίου, είναι βασισμένη στα βιογραφικά A Soldier's Story του Όμαρ Μπράντλεϊ και Patton: Ordeal and Triumph του Λάντισλας Φάραγκο. Αρχικά είχε ζητηθεί η βοήθεια των συγγενών του Πάττον για τη συγγραφή του σεναρίου, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν. Το σενάριο είναι του Φράνσις Φορντ Κόπολα και του Έντμουντ Νορθ. Ο Κόπολα δύο χρόνια αργότερα θα γύριζε την ταινία Ο νονός (The Godfather, 1972) και θα γινόταν ένας από τους πιο αξιόλογους και σεβάσμιους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ. Πρώτη επιλογή για το ρόλο του Πάττον ήταν ο Ροντ Στάιγκερ, ο οποίος όμως αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια ταινία που κατά την άποψή του εξυμνούσε τον πόλεμο. Όταν όμως ο Στάιγκερ είδε το φιλμ στο σινεμά παραδέχτηκε ότι η απόρριψη του ρόλου ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έκανε στην καριέρα του[4]. Πρότειναν επίσης το ρόλο στο Ρόμπερτ Μίτσαμ, ο οποίος επίσης τον απέρριψε για να συμμετάσχει στην ταινία Η κόρη του Ράιαν (Ryan's Daughter, 1970) του Ντέιβιντ Λιν κι ο ρόλος του αμφιλεγόμενου αυτού στρατηγού δόθηκε τελικά στον Τζορτζ Σι Σκοτ. Ο Τζορτζ Σι Σκοτ μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του στα όσκαρ, δήλωσε ότι δεν ήθελε να βρίσκεται σε συναγωνισμό με άλλους ηθοποιούς, (είχε υπάρξει ξανά υποψήφιος το 1961, για το Ο κόσμος είναι δικός μου (The Hustler) κι εκείνη τη φορά δεν είχε αποδεχθεί την υποψηφιότητα). Μετά τη νίκη του αρνήθηκε το βραβείο κι έτσι έγινε ο πρώτος ηθοποιός στην ιστορία των βραβείων που έχει αρνηθεί την τιμή αυτή. Δύο χρόνια αργότερα κάτι ανάλογο έκανε κι ο Μάρλον Μπράντο, μετά τη νίκη του για την ταινία Ο νονός. Μόνο που ο Μπράντο έστειλε μια Ινδιάνα στη θέση του για να εξηγήσει τους λόγους της μη αποδοχής του βραβείου. Η ταινία γυρίστηκε στην Ισπανία εκτός από κάποιες σκηνές στην Τυνησία. Μια τηλεοπτική συνέχεια που συνέχιζε την ταινία, γυρίστηκε το 1985 με πρωταγωνιστές τον Τζορτζ Σι Σκοτ και την Εύα Μαρί Σεντ με τίτλο The last days of Patton και εξιστορούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής του μεγάλου αυτού στρατηγού το 1945.
Μια από τις ανακρίβειες που χαρακτηρίζουν την ταινία αφορά τη σχέση του Πάττον με τον στρατηγό Μπέρναρντ Μοντγκόμερι. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε αντιπάθεια μεταξύ του Πάττον και του Μοντγκόμερι κυρίως για τον διαφορετικό τρόπο διοίκησης των αντρών τους. Ο Μοντγκόμερι αγαπούσε τους άνδρες του, σε αντίθεση με τον Πάττον και για αυτό το λόγο ήταν δημοφιλέστερος. Ωστόσο ο ανταγωνισμός μεταξύ τους για την κατοχή της Μεσσίνας μετά την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία, δημιουργήθηκε για κινηματογραφικούς λόγους και για να τονιστεί η ένταση μεταξύ των δύο. Άλλη μια ανακρίβεια αφορά τη φιλία του Πάττον με τον Μπράντλεϊ, οι οποίοι δεν υπήρξαν ποτέ φίλοι σε αντίθεση με αυτό που αφήνεται να εννοηθεί στην ταινία. Φίλοι του Πάττον ήταν ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ κι ο Ντάγκλας Μακάρθουρ. Στο συνέδριο των στρατηγών την προπαραμονή της μάχης των Αρδεννών, στην ταινία ως πρόεδρος απεικονίζεται ο στρατηγός Μπέντελ Σμιθ, στην πραγματικότητα ηγήθηκε της σύσκεψης ο Αϊζενχάουερ.
Ο προϋπολογισμός της ταινίας ήταν 12 εκατομμύρια δολάρια και κατάφερε να εισπράξει 62 εκατομμύρια δολάρια κάνοντας παγκόσμια επιτυχία[5]. Οι κριτικές για την ταινία ήταν διθυραμβικές, ενώ ειδική μνεία γινόταν στην ερμηνεία του Σκοτ[6][7].
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, εκείνη την περίοδο, Ρίτσαρντ Νίξον δήλωσε ότι επρόκειτο για την αγαπημένη του ταινία.
Μετά την προβολή της η ταινία άρχισε να λαμβάνει θετικές κριτικές και να τιμάται με βραβεία από τις διάφορες ενώσεις κριτικών. Έλαβε τρεις υποψηφιότητες για τις χρυσές σφαίρες, αλλά κατάφερε να κερδίσει μόνη εκείνη για την ερμηνεία του Σκοτ. Στην κατηγορία καλύτερη ταινία έχασε από την ταινία Ιστορία αγάπης (Love Story, 1970). Στη συνέχεια έλαβε 10 υποψηφιότητες για τα βραβεία της ακαδημίας αμερικανικού κινηματογράφου. Τη βραδιά της τελετής των όσκαρ ο Σκοτ απουσίασε, καθώς προτίμησε να δει αγώνα χόκεϊ σε απευθείας μετάδοση στην τηλεόραση, παρά το γεγονός ότι κρίθηκε νικητής. Ο Σκοτ που χαρακτήρισε τα όσκαρ παρέλαση κρέατος και δεν αποδέχτηκε το βραβείο του, δώδεκα χρόνια αργότερα τηλεφώνησε στην ακαδημία για να ζητήσει δύο εισιτήρια για να πάει στην τελετή κι έτσι έγινε. Η ταινία κέρδισε το όσκαρ καλύτερης ταινίας και ο Φράνκλιν Τζ. Σάφνερ το όσκαρ σκηνοθεσίας. Η ταινία έλαβε συνολικά 7 βραβεία[8].
Βράβευση:
Υποψηφιότητα:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.