Οικονομικός εθνικισμός
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο οικονομικός εθνικισμός είναι ένα σύνολο πολιτικών που δίνει έμφαση στον εγχώριο έλεγχο της οικονομίας, της εργασίας και του σχηματισμού κεφαλαίου, ακόμη και αν αυτό απαιτεί την επιβολή δασμών και άλλων περιορισμών στη διακίνηση της εργασίας, των αγαθών και κεφαλαίων. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικονομικοί εθνικιστές αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση ή τουλάχιστον αμφισβητούν τα οφέλη του απρόσκοπτου ελεύθερου εμπορίου. Ο οικονομικός εθνικισμός μπορεί να περιλαμβάνει δόγματα όπως ο προστατευτισμός και η υποκατάσταση των εισαγωγών.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στα παραδείγματα περιλαμβάνονται το αμερικανικό σύστημα του Χένρι Κλέι, ο γαλλικός κρατισμός (γαλλικά: dirigisme), η χρήση του Υπουργείου Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχανίας (ΜΙΤΙ) στην Ιαπωνία για την «επιλογή νικητών και ηττημένων», την επιβολή ελέγχων συναλλάγματος στη Μαλαισία μετά νομισματική κρίση το 1997, η ελεγχόμενη ανταλλαγή του γουάν από την Κίνα, η πολιτική των δασμών και της υποτίμησης στην Αργεντινή μετά την οικονομική κρίση του 2001 και η χρήση δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να προστατεύσει την εγχώρια παραγωγή χάλυβα.
Κάποιες περιπτώσεις έγιναν πιο ορατές από το 2005, αφού αρκετές κυβερνήσεις παρενέβησαν για να αποτρέψουν τις εξαγορές των εγχώριων επιχειρήσεων από ξένες εταιρείες. Ορισμένες περιπτώσεις περιλαμβάνουν:
Ο λόγος για τον οικονομικό προστατευτισμό στις παραπάνω περιπτώσεις διέφερε από προσφορά σε προσφορά. Στην περίπτωση της προσφοράς της Mittal για την Arcelor, οι βασικές ανησυχίες ήταν η ασφάλεια των θέσεων εργασίας της Arcelor που εδρεύει στη Γαλλία και το Λουξεμβούργο. Οι περιπτώσεις της γαλλικής Suez και της ισπανικής Endesa περιλάμβαναν την επιθυμία των αντίστοιχων ευρωπαϊκών κρατών για τη δημιουργία ενός «εθνικού πρωταθλητή» ικανού να ανταγωνιστεί σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Τόσο η γαλλική και η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρησιμοποίησαν την εθνική ασφάλεια ως λόγο για την αντίθεση της εξαγοράς της Danone, της Unocal, και της προσφοράς από την DP World για 6 λιμάνια των ΗΠΑ. Σε κανένα από τα ανωτέρω παραδείγματα δεν θεωρήθηκε ότι η αρχική προσφορά ήταν ενάντια στα συμφέροντα του ανταγωνισμού. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μέτοχοι στήριξαν την εξωτερική προσφορά. Για παράδειγμα στη Γαλλία αφού προσφορά για τη Suez από την Enel αντιμετωπίστηκε από τη γαλλική δημόσια επιχείρηση Gaz De France, οι μέτοχοι της Suez παραπονέθηκαν και τα συνδικάτα της Gaz De France βρέθηκαν σε αναταραχή εξαιτίας της ιδιωτικοποίησης της εργασίας τους.
Οικονομικός πατριωτισμός είναι η συντονισμένη και προωθούμενη συμπεριφορά καταναλωτών ή επιχειρήσεων (ιδιωτικών και δημόσιων) που γίνεται με την ευνοϊκή μεταχείριση εμπορευμάτων ή υπηρεσιών που παράγονται στη χώρα τους ή σε ομάδα χωρών. Ο οικονομικός πατριωτισμός μπορεί να ασκηθεί είτε με την τόνωση της ζήτησης (ενθαρρύνοντας τους καταναλωτές να αγοράζουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες της χώρας τους) ή μέσω της προστασίας της προσφοράς, δηλ. της προστασίας της εγχώριας αγοράς από τον ξένο ανταγωνισμό με δασμούς ή ποσοστώσεις (προστατευτισμός). Μια πρόσφατα αναδυόμενη μορφή οικονομικού πατριωτισμού είναι ο χρηματοδοτικός προστατευτισμός, η εχθρότητα κατά των εξαγορών από ξένες εταιρείες των εγχώριων εταιρειών που θεωρούνται στρατηγικής σημασίας για την οικονομία μιας χώρας.
Ο στόχος είναι να στηριχθεί η εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και κοινωνική συνοχή μιας χώρας. Οι υποστηρικτές του οικονομικού πατριωτισμού τον περιγράφουν ως ένα είδος αυτοάμυνας των τοπικών οικονομικών συμφερόντων (εθνικών ή ευρωπαϊκών στην περίπτωση των χωρών της ΕΕ). Ορισμένες εκφάνσεις του οικονομικού πατριωτισμού είναι οι προσπάθειες να εμποδιστεί ο ανταγωνισμός από ξένους ή οι εξαγορές των εγχώριων εταιρειών. Ένα συχνά αναφερόμενο παράδειγμα είναι η Γαλλία, όπου ο οικονομικός πατριωτισμός ήταν το κύριο σκεπτικό στις υποθέσεις PepsiCo-Danone, Mittal-Arcelor, και GDF-Suez. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα παράδειγμα Ο.Π. είναι τα τα διάφορα αυτοκόλλητα στα αυτοκίνητα: «Να είσαι Αμερικανός, αγόραζε αμερικανικά».
Η προτίμηση των καταναλωτών για τα τοπικά προϊόντα δίνει στους τοπικούς παραγωγούς μεγαλύτερη δύναμη στην αγορά και τη δυνατότητα να ανεβάζουν τις τιμές, για να πετυχαίνουν μεγαλύτερα κέρδη. Οι καταναλωτές που προτιμούν τοπικά προϊόντα μπορεί να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους τοπικούς παραγωγούς.[1] Για παράδειγμα, μια προστατευτική πολιτική στην Αμερική για φορολόγηση των ξένων αυτοκινήτων, έδωσε σε τοπικούς παραγωγούς (όπως η Ford και η GM) μεγάλη ισχύ στην αγορά, που τους επέτρεψε να αυξήσουν τις τιμές των αυτοκινήτων. Έτσι οι Αμερικανοί καταναλωτές αντιμετώπισαν λιγότερες επιλογές και υψηλότερες τιμές.[2]
Στα τοπικά παραγόμενα προϊόντα αυξάνεται το κέρδος, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις έχουν κίνητρο να εμφανίζουν ξένα αγαθά σαν τοπικά, εάν τα ξένα αγαθά έχουν φθηνότερο κόστος παραγωγής από τοπικά προϊόντα. Αυτό είναι εφικτό, διότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ξένο και στο τοπικό είναι θολή. Για παράδειγμα, ενώ ένα συγκεκριμένο αυτοκίνητο μπορεί να συναρμολογείται στην Αμερική, ο κινητήρας του μπορεί να φιάχνεται σε άλλη χώρα, όπως η Κίνα. Επιπλέον, ενώ ο κινητήρας μπορεί να φιάχνεται στην Κίνα, τα εξαρτήματά του μπορεί να εισάγονται από πολλές άλλες χώρες.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.