From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα Οικονομικά, ή Οικονομική Επιστήμη, είναι η κοινωνική επιστήμη που μελετά την παραγωγή, διανομή και κατανάλωση των αγαθών και υπηρεσιών. Περιγράφει τη διαδικασία σε όρους ανταλλαγής μεταξύ ανταγωνιστικών επιλογών, όπως παρατηρείται μέσω μετρήσιμων ποσοτήτων όπως είναι οι εισροές, οι τιμές και οι εκροές, ως σύνολο ενσυνείδητων ενεργειών όπου άτομα ή ομάδες ανθρώπων οργανωμένων κοινωνιών καταβάλλουν, προκειμένου να αποκτήσουν "μέσα" που να ικανοποιούν τις ανάγκες τους.
Οι Οικονομικές επιστήμες ασχολούνται με την έρευνα των οικονομικών φαινομένων όπως τον προσδιορισμό τιμών των αγαθών στην αγορά, την προσφορά και τη ζήτηση αυτών, τις οικονομικές κρίσεις καθώς και τα μέτρα που έλαβαν ή λαμβάνουν κατά καιρούς οι κυβερνήσεις των διαφόρων χωρών για την αντιμετώπισή τους.
Όπως στις φυσικές επιστήμες υφίστανται διάφοροι νόμοι και αρχές που λαμβάνουν χώρα στα διάφορα φυσικά φαινόμενα όπως π.χ. νόμος της βαρύτητας, αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων κ.λπ. έτσι και στις οικονομικές επιστήμες υφίστανται νόμοι και αρχές όπως σταθερές σχέσεις βάσει των οποίων πραγματοποιούνται τα διάφορα οικονομικά φαινόμενα όπως π.χ. ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης, η οικονομική αρχή του μεγίστου αποτελέσματος με την ελάχιστη θυσία, ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης του εδάφους κ.λπ.
Οι οικονομικοί νόμοι έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού χάριν αυτών είναι δυνατή η πρόβλεψη ευμενών ή δυσμενών συνεπειών που είναι δυνατόν να έχει ένα οικονομικό μέτρο ή μια οικονομική ενέργεια ή ακόμη και μια επίσημη δήλωση για κάποια εφαρμογή επ΄ αυτών. Οι οικονομικοί νόμοι είναι αυτοί που καθοδηγούν ιδίως τους επιχειρηματίες και προπαντός τις κυβερνήσεις κρατών στις οικονομικές ενέργειές τους. Η αξία συνεπώς και η σημασία των οικονομικών επιστημών είναι τεράστια.
Οι Οικονομικές επιστήμες διαφέρουν των φυσικών με κύριο δεδομένο ότι δεν εφαρμόζεται το πείραμα. Δηλαδή ο οικονομολόγος δεν μπορεί να ζητήσει να επαναλάβει ένα οικονομικό φαινόμενο, όπως αντίθετα μπορεί να επαναλάβει ένας φυσικός, ή χημικός στο εργαστήριό τους, και αυτό διότι οι παράγοντες που συντελούν είναι πολλοί και αστάθμητοι. Στις οικονομικές επιστήμες το αίτιο πολλές φορές γίνεται αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα αίτιο. Για παράδειγμα η αύξηση της προσφοράς επιφέρει τη μείωση της τιμής και αυτή με τη σειρά της τη μείωση της προσφοράς.
Οι Οικονομικές Επιστήμες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, στις κύριες και τις βοηθητικές.
Γενικά οι οικονομίες στην ουσιαστική τους μορφή όχι μόνο ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, αν και στην ελληνική μυθολογία δεσπόζουσα θέση κατέχουν ο Ερμής και ο Πλούτος, αλλά και αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα από τις τότε πόλεις – κράτη (εθνικά αρχαία βασίλεια). Η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων υπήρξε αναμφισβήτητη. Η κοπή νομισμάτων, (χάλκινων, ασημένιων και χρυσών), οι αρχαίοι αποικισμοί, ακόμη και οι κοινωνικές διακρίσεις και τα τιμοκρατικά πολιτεύματα της αρχαίας Ελλάδας το μαρτυρούν απερίφραστα. Από τα πρώτα εκείνα βήματα την οικονομική έρευνα ασκούσε η φιλοσοφία που παρέμενε όμως περιχαρακωμένη στα πλαίσια του πατριωτισμού – εθνικισμού.
Η μελέτη του πλούτου των λαών ήταν στην πραγματικότητα μελέτη του «δικού μου έθνους» και πως αυτός ο πλούτος θα μπορούσε να προαχθεί. Η δε συμπεριφορά των διαφόρων οικονομικών συστημάτων των αρχαίων βασιλείων αξιολογούνταν σύμφωνα με τη συμβολή τους στην ανάπτυξη του εθνικού πλούτου. Έτσι η φιλοσοφία την εποχή εκείνη συμπλεκόταν περισσότερο για να δικαιολογήσει τις όψεις των κοινωνιών που πάνω τους θεμελιωνόταν η πολιτική.
Ακόμη και σήμερα η οικονομική παρουσιάζει τρεις όψεις, ή ισάριθμες λειτουργίες να επιτελέσει: αφενός να αντιληφθεί τη λειτουργία της οικονομίας, αφετέρου να διατυπώσει προτάσεις βελτίωσης και τέλος να δικαιολογήσει το κριτήριο που λαμβάνει κάθε φορά ως μέτρο βελτίωσης, Το ποιο είναι το επιθυμητό κριτήριο δηλώνει κατ΄ ανάγκη ηθικές και πολιτικές εκτιμήσεις. Συνεπώς η οικονομική κάτω από τα κριτήρια των τριών παραπάνω παραγόντων δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει μια απόλυτα «καθαρή» επιστήμη χωρίς τις προσμίξεις των ανθρωπίνων σχέσεων.
Έτσι δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση πως ακόμη και σήμερα σαφής και λιτός ορισμός της οικονομικής δεν υφίσταται, αλλά ούτε και την απορία γιατί η φιλοσοφία ήταν εκείνη που ερευνούσε την οικονομική μέχρι ακόμη τον 17ο αιώνα, όταν στην τότε επανάσταση των Επιστημών αναδείχθηκε αυτή ως επιμέρους κοινωνική επιστήμη.
Ως εισροές εννοούμε τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή περαιτέρω αγαθών ή υπηρεσιών (πρώτες ύλες, μηχανήματα, κεφάλαιο, εργασία, γνώσεις, ενέργεια). Οι εισροές αναφέρονται και ως συντελεστές παραγωγής και δύνανται να ταξινομηθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: τη γη (φυσικοί πόροι), την εργασία και το κεφάλαιο. Ως εκροές εννοούμε τα παραγόμενα αγαθά ή υπηρεσίες τα οποία είτε καταναλώνονται από τον τελικό χρήστη, είτε επαναχρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία.
Έχοντας ως δεδομένα ότι 1) οι πόροι δεν είναι απεριόριστοι (άρα είναι σπανίζοντες), 2) οι επιθυμίες των ανθρώπων για αγαθά και υπηρεσίες είναι απεριόριστες και 3) οι επιθυμίες των ανθρώπων είναι, ως επί το πλείστον, αντικρουόμενες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους, συνεπάγεται ότι κάθε κοινωνία ανθρώπων θα πρέπει να δώσει λύση, σε τέσσερις κατηγορίες προβλημάτων που μπορούν να εκφραστούν υπό την μορφή ερωτημάτων ως εξής:
Απαντώντας στα ερωτήματα για το τι, πώς και για ποιόν θα παραχθούν τα αγαθά, η οικονομική επιστήμη εξηγεί πώς κατανέμονται οι περιορισμένοι πόροι μεταξύ ανταγωνιστικών χρήσεων.
Βεβαίως, τίθεται και ένα επιπλέον ερώτημα: ποιος θα είναι ο αρμόδιος να δώσει απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα. Υπενθυμίζουμε ότι αναφερόμαστε σε κοινωνία ανθρώπων κι αυτό διότι, ένας πλήρως απομονωμένος άνθρωπος (π.χ., ο Ροβινσώνας Κρούσος), ναι μεν έχει να αντιμετωπίσει τα δύο πρώτα ερωτήματα -ποια αγαθά θα παραγάγει και με ποιόν τρόπο θα τα παραγάγει-, αλλά μόνο μετά την άφιξη ενός επιπλέον ατόμου (του Παρασκευά εν προκειμένω) προκύπτει το πρόβλημα του για ποιόν θα παραχθούν τα αγαθά και το ερώτημα ποιος θα αποφασίζει για τα προηγούμενα ζητούμενα.
Τα οικονομικά χωρίζονται σε 2 κύριους κλάδους:
Η προσπάθεια να δοθεί μικροοικονομική θεμελίωση στα μακροοικονομικά, αποτέλεσε σημαντικό μέρος της έρευνας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980. Σήμερα, πολλοί μακροοικονομολόγοι θεωρούν πως η μακροοικονομική έχει αποδεδειγμένα γερά μικροοικονομικά θεμέλια, δηλαδή πως οι υποθέσεις της έχουν θεωρητική και εμπειρική βάση στη μικροοικονομική ανάλυση. Οι περισσότεροι μικροοικονομολόγοι θα απαντούσαν ότι η χρήση της μικροοικονομίας που γίνεται στα μακροοικονομικά είναι μάλλον επιφανειακή και οι θεωρητικοί του συγκερασμού (aggregation) θα έλεγαν ότι έτσι κι αλλιώς ο συγκερασμός πολλών υποκειμένων με μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, δεν βγάζει ένα σύνολο με την ίδια συμπεριφορά. Δηλαδή αν έχουμε 1000 άτομα με κάποια συμπεριφορά, δεν συμπεριφέρονται απαραίτητα σαν ένα 1000 φορές μεγαλύτερο άτομο, με την συμπεριφορά του μέσου όρου. Είναι μάλιστα απόλυτα δυνατόν, το σύνολο να παρουσιάζει χαρακτηριστικά και κανονικότητες που δεν παρουσιάζει κανένα άτομο, που ανήκει στο σύνολο, μόνο του.
Υπάρχουν επίσης διάφορα ερευνητικά πεδία που δεν περιορίζονται σε μόνο μια από τις δυο κατηγορίες μάκρο/μίκρο. Μερικά από αυτά τα ερευνητικά πεδία είναι: τα οικονομικά της εργασίας, τα οικονομικά της ευημερίας, τα οικονομικά του περιβάλλοντος, η χρηματοοικονομική, τα οικονομικά της αστικής ανάπτυξης.
Επίσης, υπάρχουν μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι με ευρεία θεωρητική στήριξη.
Άλλοι διαχωρισμοί είναι πιθανοί. Η χρηματοοικονομική θεωρούνταν παραδοσιακά μέρος της οικονομικής θεωρίας - καθώς έχει μικροοικονομικές ρίζες - αλλά σήμερα έχει καθιερωθεί σαν ξεχωριστή, αν και στενά σχετιζόμενη, επιστήμη.
Υπάρχει μια ολοένα και αυξανόμενη τάση να μεταφέρονται σε άλλα πεδία ιδέες και μέθοδοι από τα οικονομικά. Επειδή η οικονομική ανάλυση επικεντρώνεται στη λήψη αποφάσεων, μπορεί να εφαρμοστεί (με διάφορους βαθμούς επιτυχίας) σε κάθε τομέα όπου άνθρωποι έχουν εναλλακτικές λύσεις - εκπαίδευση, γάμοι, υγεία κλπ.
Η Θεωρία της Κοινωνικής ή Δημόσιας Επιλογής εξετάζει πως η οικονομική ανάλυση μπορεί να εφαρμοστεί σε πεδία που παραδοσιακά θεωρούνται έξω από το αντικείμενό της. Τα πεδία έρευνας, λοιπόν, εν μέρει συμπίπτουν με άλλες κοινωνικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας.
Δείτε την πολιτική οικονομία για τη μελέτη των οικονομικών στο πλαίσιο της πολιτικής επιστήμης. Η επικρατούσα πολιτική οικονομία ονομάζεται καπιταλισμός.
Η μικροοικονομική θεωρία μέσω των εννοιών της προσφοράς και της ζήτησης προσπαθεί να περιγράψει, εξηγήσει και προβλέψει την τιμή και την ποσότητα αγαθών που πωλούνται σε ανταγωνιστικές αγορές. Είναι ένα από τα πλέον θεμελιώδη οικονομικά μοντέλα, που χρησιμοποιείται συνεχώς σαν συστατικό στοιχείο σε πολλά περισσότερο ενδελεχή οικονομικά μοντέλα και θεωρίες. Μπορούμε να πούμε πως είναι έννοιες τόσο καθολικές στα οικονομικά που οποιαδήποτε θεωρία μπορεί να αναλυθεί στις δύο αυτές πλευρές, την προσφορά και τη ζήτηση.
Σε γενικές γραμμές η θεωρία υποστηρίζει ότι όταν τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε μια αγορά έχουν τιμή στην οποία οι καταναλωτές απαιτούν περισσότερα από όσα είναι διατεθειμένες οι επιχειρήσεις να παρέχουν, η έλλειψη που δημιουργείται τείνει να ανεβάσει την τιμή τους. Η διαφορά της ποσότητας που οι καταναλωτές ζητούν πέραν από αυτή την οποία οι επιχειρήσεις προσφέρουν, ονομάζεται υπερβάλλουσα ζήτηση. Οι καταναλωτές που δημιουργούν την υπερβάλλουσα ζήτηση είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για την απόκτηση των αγαθών που έχουν ανάγκη και έτσι θα πλειοδοτήσουν στην υψηλότερη τιμή. Όσο όμως η τιμή αγοράς αυξάνει, τόσο οι καταναλωτές αποστρέφονται από αυτά τα αγαθά με αποτέλεσμα η υπερβάλλουσα ζήτηση να μειώνεται. Στο σημείο όπου η ποσότητα αυτή θα μηδενιστεί, οι καταναλωτές θα σταματήσουν να πλειοδοτούν και η τιμή θα σταματήσει να αυξάνει.
Αντίστοιχα, οι τιμές θα τείνουν να πέσουν αν η προσφερόμενη ποσότητα είναι μεγαλύτερη της ζήτησης (υπερβάλλουσα προσφορά). Μπορούμε να σκεφτούμε ότι η διαδικασία της υπερβάλλουσας προσφοράς ως την ακριβώς κατοπτρική εικόνα αυτής της υπερβάλλουσας ζήτησης.
Αυτός ο μηχανισμός προσαρμογής που περιγράψαμε οδηγεί την αγορά σε ένα σημείο ισορροπίας, ένα σημείο στο οποίο δεν υπάρχει κίνητρο για αλλαγή. Αυτό το θεωρητικό σημείο ισορροπίας ορίζεται ως το σημείο όπου οι παραγωγοί είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν τόση ποσότητα αγαθών, όση ακριβώς θέλουν να αγοράσουν οι καταναλωτές. Έτσι το άθροισμα της υπερβάλλουσας ζήτησης και υπερβάλλουσας προσφοράς είναι μηδενικό.
Η θεωρία προσφοράς και ζήτησης είναι σημαντική για τη λειτουργία μιας οικονομίας αγοράς διότι εξηγεί το μηχανισμό μέσω του οποίου λαμβάνονται οι αποφάσεις για την κατανομή πολλών πόρων. Όταν λέμε αγορά, εννοούμε την ζήτηση και την προσφορά. Η ζήτηση και η προσφορά δεν αναφέρεται μόνο σε προϊόντα και υπηρεσίες αλλά και στους παραγωγικούς συντελεστές. Η αγορά χρησιμοποιεί ένα μόνο μέσο, προκειμένου να παρακινήσει τα άτομα να ασχοληθούν με τη παραγωγή και την διανομή του προϊόντος. Είναι η τιμή του προϊόντος που αγοράζουμε, αλλά και οι τιμές των παραγωγικών συντελεστών, (μισθοί, κέρδη, τόκοι, ενοίκια).
Προκειμένου να μετρηθούν οι αυξομειώσεις της προσφοράς και της ζήτησης, είναι απαραίτητη μια μετρήσιμη αξία. Η παλαιότερη και πλέον χρησιμοποιημένη είναι η Τιμή, ή αλλιώς η τρέχουσα σχέση ανταλλαγής μεταξύ αγοραστών και πωλητών στην αγορά. Η θεωρία της τιμής, λοιπόν, χαρτογραφεί την κίνηση μετρήσιμων μεγεθών στο χρόνο, και τη σχέση μεταξύ τιμής και άλλων μετρήσιμων μεταβλητών. Στον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμιθ αυτό ήταν η σχέση ανταλλαγής μεταξύ τιμής και άνεσης. Ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής θεωρίας είναι βασισμένο στις θεωρίες τιμών και προσφοράς και ζήτησης. Στην οικονομική θεωρία, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος επικοινωνίας είναι όταν αλλαγές σε μια οικονομία γίνονται μέσω των τιμών, όπου υπερβολική προσφορά οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές και υπερβολική ζήτηση οδηγεί σε υψηλότερες τιμές.
Σε πολλά πρακτικά οικονομικά μοντέλα, υπάρχει ενσωματωμένη κάποια μορφή "άκαμπτων τιμών" ώστε να ενσωματωθεί το παρατηρούμενο γεγονός πως σε πολλές αγορές οι τιμές δεν μεταβάλλονται ομαλά. Η οικονομική πολιτική συχνά επικεντρώνεται γύρω από διαφωνίες για τα αίτια της "οικονομικής τριβής", ή αλλιώς ακαμψίες τιμών, που συνεπώς αποτρέπει την προσφορά και τη ζήτηση να ισορροπήσουν.
Μια άλλη εστία διαφωνίας είναι κατά πόσο η τιμή μετρά την αξία σωστά. Στην επικρατούσα οικονομική θεωρία της αγοράς, όπου υπάρχει σημαντική σπανιότητα που δεν ενσωματώνεται στην τιμή, λέγεται ότι υπάρχουν εξωτερικότητες στο κόστος. Τα οικονομικά της αγοράς προβλέπουν ότι τα σπάνια αγαθά που έχουν τιμή μικρότερη της αξίας, υπερκαταναλώνονται (δείτε κοινωνικό κόστος). Αυτό οδηγεί στην θεωρία των δημόσιων αγαθών.
Επειδή η σπανιότητα κι η απόφαση είναι κεντρικά σημεία της οικονομικής θεωρίας, η ερώτηση τι είναι μια βασική ανταλλαγή στα οικονομικά είναι μεγάλης σημασίας. Σε κάθε οικονομική θεωρία, υπάρχει μια βασική ανταλλαγή δύο ή περισσοτέρων απόλυτα σπανίων εμπορευμάτων. Για τον Άνταμ Σμιθ ήταν ορισμένο ως το εμπόριο χρόνου ή σκοπιμότητας για χρήματα. Π.χ. : ένα άτομο μπορεί να μένει κοντά στην πόλη κι να πληρώνει περισσότερο για ενοίκιο ή για κατοικία, ή να μένει λίγο πιο μακρυά κι να πληρώνει λιγότερα, πληρώνοντας τη διαφορά έξω από τη σκοπιμότητά του.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως πίσω από την οικονομική θεωρία κρύβεται η θεωρία της αξίας. Η αξία ορίζεται ως η υποκρυπτόμενη δραστηριότητα την οποία καταπιάνονται κι περιγράφουν τα Οικονομικά. Είναι το "ζουμί" της υπόθεσης.
Ο Άνταμ Σμιθ (Σκοτσέζος οικονομολόγος ιδρυτής του καπιταλισμού που έζησε τον 18ο αιώνα) όρισε την Εργασία ως την πραγματική πηγή της αξίας, κι η εργασιακή θεωρία της αξίας βρίσκεται πίσω από τα έργα του Καρλ Μαρξ, του Ντέηβιντ Ρικάρντο κι άλλων "κλασσικών" οικονομολόγων. Η εργασιακή θεωρία της αξίας υποστηρίζει ότι ένα αγαθό ή μια υπηρεσία έχουν ίση αξία με την εργασία που χρειάστηκε για να παραχθούν. Για τους περισσότερους, αυτή η αξία προσδιορίζει την τιμή ενός εμπορεύματος. Η θεωρία αυτή και η κοντινή σε αυτή θεωρία της αξίας ως προς το κόστος παραγωγής δεσπόζει στα έργα των περισσότερων κλασσικών αλλά δεν είναι η μόνη βάση για τον ορισμό της αξίας που επικρατεί. Υπάρχει όμως η οριακή θεωρία της αξίας που υποστηρίζεται από τους νεοκλασσικούς οικονομολόγους κι απ αυτούς της Αυστριακής σχολής.
Η θεωρία της αγοράς υποστηρίζει πως η αξία κι τιμή είναι το ίδιο, ότι στην αγορά ενσωματώνεται όλη η διαθέσιμη πληροφορία στην τιμή κι πως η ταυτόσημη σχέση τιμής-αξίας θα ισχύει όσο υπάρχει αγορά. Αυτή η "υπόθεση των αποτελεσματικών αγορών" διατυπώθηκε αρχικά από τον Μιλ και επιτέλεσε το αντικείμενο μελέτης της Γενικής οικονομικής ισορροπίας και ευημερίας.
Φυσικά τα σύγχρονα οικονομικά ξεφεύγουν από την υπόθεση των αποτελεσματικών αγορών. Εδώ και τουλάχιστον 20 χρονιά τα οικονομικά μοντέλα προσαρμόζονται για να εξηγήσουν μη-αποτελεσματικές αγορές. Λόγοι που κάνουν τις αγορές αναποτελεσματικές είναι κυρίως τα external effects, τα προβλήματα πληροφορίας (κρυμμένη πληροφορία ή κρυμμένη κίνηση - hidden action-hidden information), οι μη-ορθολογιστές παίκτες (bounded rationality) και οι τριβές στην αγορά (κόστος προσαρμογής).
Παράλληλα με τη Θεωρία της Αξίας, που όπως είδαμε εξετάζει τους συγκεκριμένους παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση και τη προσφορά των αγαθών, διότι αυτοί είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν τις τιμές σε μια ελεύθερη οικονομία, αναπτύχθηκε και η Θεωρία της Διανομής ως προς την αγοραία τιμολόγηση των παραγωγικών συντελεστών που παράγουν τα αγαθά. Η αγορά καθορίζει και τις τιμές των παραγωγικών συντελεστών, αλλά οι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση και τη προσφορά τους διαφέρουν από εκείνους που διαμορφώνουν τις τιμές στις αγορές αγαθών. Η χρήση του όρου διανομή οφείλεται στο γεγονός ότι οι τιμές των συντελεστών αποτελούν και τις αμοιβές τους από τη συμμετοχή τους στη παραγωγική διαδικασία. Συνεπώς, μια θεωρία που μελετά το μέγεθος της αμοιβής των συντελεστών, μελετά στην ουσία το πως διανέμεται μεταξύ των συντελεστών το προϊόν από τη συμμετοχή τους στη παραγωγική διαδικασία. Από αυτή την άποψη, το ενδιαφέρον της Θεωρίας της Διανομής επικεντρώνεται στη λειτουργική διανομή του εισοδήματος (functional distribution of income) και όχι στη προσωπική κατανομή του εισοδήματος (personal distribution of income), η οποία μελετά τη διανομή εισοδήματος μεταξύ ατόμων, οικογενειών, κοινωνικών τάξεων, κλπ.
Τα οικονομικά βασίζονται σε αυστηρούς συλλογισμούς περισσότερο από τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες. Αυτό είναι τουλάχιστον το επιδιωκόμενο πρότυπο των επαγγελματιών του πεδίου. Η μεθοδολογία έχει επτά αλληλεπιδρούμενα μέρη:
Έχουν τη ρίζα τους στην πολιτική οικονομία, της οποίας πρωτοπόροι διανοητές μπορούν να θεωρηθούν οι Άνταμ Σμιθ και Ντέηβιντ Ρικάρντο. Από το 1776 βέβαια που γράφτηκε "Ο Πλούτος των Εθνών" του Α. Σμιθ τα οικονομικά έχουν γνωρίσει μεγάλη εξέλιξη. Τα μοντέρνα οικονομικά, από το 1950-60 και μετά είναι βασισμένα κυρίως στα μαθηματικά και η μορφή της επιστημονικής αντιπαράθεσης του κλάδου δεν έχει σχεδόν τίποτα κοινό με τις μελέτες των παλιών οικονομολόγων.
Το κυρίως αντικείμενο των οικονομικών είναι η βέλτιστη αξιοποίηση περιορισμένων πόρων. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό μπορεί να γίνει με τον μηχανισμό της ελεύθερης αγοράς, με τις τιμές να μεταδίδουν τα απαραίτητα μηνύματα ώστε η προσφορά να ισούται της ζήτησης.
Για την ανάλυση των μηχανισμών της ζήτησης σε μια αγορά, οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι είναι απαραίτητη η προσέγγιση των προτιμήσεων ενός καταναλωτή με μια συνάρτηση χρησιμότητας, η οποία δίνει τη χρησιμότητα που παίρνει ο κάθε καταναλωτής από ένα συγκεκριμένο καλάθι προϊόντων. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις οι προτιμήσεις ενός καταναλωτή γίνεται να αντιπροσωπευτούν με μια τέτοια συνάρτηση. Έχοντας αυτήν την συνάρτηση μπορούμε να αναλύσουμε την καταναλωτική επιλογή των παικτών στην αγορά και να εξετάσουμε πως διάφοροι παράγοντες, όπως η τιμή του προϊόντος και οι τιμές των άλλων προϊόντων επηρεάζουν τη ζήτηση. Ο κλάδος των οικονομικών που ασχολείται με αυτό, ονομάζεται μικροοικονομική θεωρία. Ένας σημαντικός κλάδος, που ανήκει στην μικροοικονομική θεωρία είναι και η θεωρία παιγνίων, θεμελιωμένη από τους Τζον φον Νόιμαν, Τζων Φορμπς Νας, Ράινχαρντ Ζέλτεν και Τζων Χαρσάνυι. Είναι ο κλάδος που εξετάζει περιπτώσεις στρατηγικής αλληλεπίδρασης μεταξύ παικτών που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητα τους. Τα τελευταία 20 χρόνια έχει διαδοθεί ευρέως και χρησιμοποιείται όχι μόνο στα οικονομικά αλλά και σε κλάδους όπως η εξελικτική βιολογία, η ψυχολογία κτλ
Ο δεύτερος μεγάλος κλάδος των οικονομικών, με μεγαλύτερη παράδοση και βασικό θεμελιωτή των Τζων Μευναρντ Κέινς είναι η μακροοικονομική θεωρία και ασχολείται με τα οικονομικά μεγέθη στο επίπεδο μιας χώρας, όπως το ΑΕΠ, η εθνική αποταμίευση, τα επιτόκια, τις εξαγωγές κτλ. Αυτός ο κλάδος των οικονομικών, είναι γνωστός για τις δυσκολίες του αντικειμένου, καθώς μια ολόκληρη οικονομία είναι ένα πολύπλοκο, ίσως χαοτικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση έχει κερδίσει τον σεβασμό των ανθρώπων που αποφασίζουν για οικονομικά θέματα και καθοδηγεί σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις Υπουργών οικονομικών και Κεντρικών Τραπεζών. Επίσης μεγάλες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν την μακροοικονομική θεωρία για να προβλέψουν αλλαγές και κινήσεις στο οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται.
Η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων δηλώνει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς των ποσοτήτων δύο αγαθών που µπορεί να παράγει μια οικονομία ή μια επιχείρηση, µε πλήρη απασχόληση των συντελεστών της παραγωγής χρησιμοποιώντας δεδομένη τεχνολογία. Η μορφή της Κ.Π.Δ. υποδηλώνει το κύριο οικονομικό πρόβλημα, δηλαδή την έλλειψη παραγωγικών συντελεστών. Μια οικονομία ή επιχείρηση λειτουργεί πλήρως αποδοτικά όταν οι παραγωγικοί συνδυασμοί που επιτυγχάνει βρίσκονται πάνω στην καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων. Τα σημεία που συνθέτουν την Κ.Π.Δ. αναφέρονται σε συνδυασμούς παραγωγής αγαθών τους οποίου η οικονομία είναι σε θέση να υλοποιήσει. Όσα σημεία βρίσκονται δεξιά από την Κ.Π.Δ. είναι ανέφικτα, διότι δεν υφίσταται η αναγκαία ποσότητα παραγωγικών συντελεστών (γη, εργασία, κεφάλαιο) ή οι διαθέσιμοι είτε οι ήδη διαθέσιμοι συντελεστές απασχολούνται πλήρως. Τέτοια σημεία μπορούν μελλοντικά να γίνουν εφικτά μέσω της οικονομικής μεγεθύνσεως, δηλαδή μέσω της αύξησης των παραγόμενων ποσοτήτων ύστερα από μια αύξηση των ποσοτήτων των παραγωγικών συντελεστών. Μια τέτοια υπόθεση θα μετακινούσε την καμπύλη προς τα δεξιά. Αντιθέτως, όσα σημεία βρίσκονται αριστερά της Κ.Π.Δ. υποδηλώνουν την γενική έλλειψη πλήρους απασχόλησης είτε την ύπαρξη ανεργίας.
Χαρακτηριστικά της Κ.Π.Δ
Η Κ.Π.Δ. παρουσιάζει τους εναλλακτικούς συνδυασμούς ποσοτήτων δύο αγαθών που μπορεί να παράγει μια οικονομία. Η Κ.Π.Δ λέγεται αλλιώς και καμπύλη μετασχηματισμού γιατί δείχνει πως ένα προϊόν μετασχηματίζεται σε κάποιο άλλο. Κάθε φορά που αποδεσμεύονται παραγωγικοί συντελεστές από το Α αγαθό για την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας του Β, θυσιάζονται μονάδες από την παραγωγή του αγαθού Α. Η θυσία παραγωγής του Α αγαθού που απαιτείται για την αύξηση της παραγωγής του Β καλείται κόστος ευκαιρίας (ή κόστος εναλλακτικής χρήσης) του Β και συγκεκριμενοποιεί την έννοια του οικονομικού προβλήματος και της στενότητας.
Ως ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή ονομάζουμε τον λόγο της ποσοστιαίας μεταβολής της ζητούμενης ποσότητας προς την ποσοστιαία μεταβολή της τιμής. Εκφράζει την μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας λόγω μεταβολής της τιμής. Ελαστικότητα μικρότερη της μονάδας υποδηλώνει ανελαστική ζήτηση αγαθού. Αντίθετα ελαστικότητα μεγαλύτερη της μονάδας υποδηλώνει ελαστική ζήτηση αγαθού. Η Ελαστικότητα που είναι ίση με την μονάδα ονομάζεται μοναδιαία ελαστικότητα και δείχνει ότι μια μεταβολή της τιμής συνεπάγεται ισόποση μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας.
Αν θέλουμε να μετρήσουμε το βαθμό ανταπόκρισης της ζήτησης του αγαθού χ σε μια μεταβολή όχι της τιμής του αλλά της τιμής ενός άλλου αγαθού χ2, τότε έχουμε την περίπτωση της σταυροειδούς ελαστικότητας. Χρησιμοποιούμε την έννοια της σταυροειδούς ελαστικότητας προκειμένου να διακρίνουμε αν τα αγαθά είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους (π.χ. καφές-ζάχαρη) ή αν είναι υποκατάστατα (π.χ. κρέας-ψάρια). Αν η ελαστικότητα ζήτησης είναι μεγαλύτερη του μηδενός τότε μιλάμε για υποκατάστατα αγαθά. α)Υποκατάστατα αγαθά: Αν η τιμή των ψαριών αυξηθεί, τότε η ζητούμενη ποσότητα τους θα μειωθεί και συνεπώς θα αυξηθεί η ζήτηση για το κρέας (εφόσον η τιμή του κρέατος παραμείνει σταθερή). Επομένως έχουμε θετική σταυροειδή ελαστικότητα, που υποδηλώνει ότι το κρέας και το ψάρι είναι υποκατάστατα αγαθά. β)Συμπληρωματικά αγαθά: Αν αυξηθεί η τιμή του καφέ, τότε θα μειωθεί η ζήτηση του, καθώς επίσης θα μειωθεί και η ζήτηση για ζάχαρη. Επομένως, έχουμε αρνητική σταυροειδής ελαστικότητα, που υποδηλώνει ότι ο καφές και η ζάχαρη είναι συμπληρωματικά αγαθά.
Στην εποχή μας, οι κυριότεροι οικονομικοί στόχοι είναι οι ακόλουθοι:
Η αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος επιβάλλει την λήψη αποφάσεων, προκειμένου να δοθούν λύσεις σε θέματα όπως:
Το οικονομικό πρόβλημα κάθε κοινωνίας προέρχεται από τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ του πλήθους των αναγκών που οι άνθρωποι επιδιώκουν να ικανοποιήσουν και της περιορισμένης ποσότητας των αγαθών που υπάρχουν για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών. Στην ουσία η έλλειψη αγαθών είναι έλλειψη παραγωγικών συντελεστών ( Εργασία, Έδαφος-Γη, Κεφάλαιο).
Ι. Μ. Παπαθανασίου "Μνημόνιο Πολιτικής Οικονομίας" Αθήναι 1973, σελ.5.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.