Μαλάκας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η λέξη μαλάκας (στο θηλυκό μαλάκω και σε πολλές παραλλαγές και για τα δύο φύλα) ανήκει στην ελληνική καθομιλουμένη και κυριολεκτικά σημαίνει τον αυνανιζόμενο.[1]
Η λέξη μαλάκας (στο θηλυκό μαλάκω και σε πολλές παραλλαγές και για τα δύο φύλα) ανήκει στην ελληνική καθομιλουμένη και κυριολεκτικά σημαίνει τον αυνανιζόμενο.[1]