From Wikipedia, the free encyclopedia
Η κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη (Οκτώβριος - Νοέμβριος 1973) αντικατέστησε την προηγούμενη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπαδόπουλου, όταν ο τελευταίος ανέλαβε το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, με σκοπό να προωθήσει την πολιτικοποίηση (δηλ. την ανάληψη της εξουσίας από εκλεγμένους πολιτικούς).
Ελληνική Δημοκρατία (1973-1974) | |
Ημερομηνία σχηματισμού | 8 Οκτωβρίου 1973 |
---|---|
Ημερομηνία διάλυσης | 25 Νοεμβρίου 1973 |
Πρόσωπα και δομές | |
Αρχηγός Κράτους | Γεώργιος Παπαδόπουλος (Πρόεδρος της Δημοκρατίας) |
Πρόεδρος Κυβέρνησης | Σπυρίδων Μαρκεζίνης |
Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης | Χαρίλαος Μητρέλιας |
Συνολικός αριθμός Μελών | 40 |
Κατάσταση στο νομοθετικό σώμα | Υπηρεσιακή κυβέρνηση |
Ιστορία | |
Εκλογές | Επιβολή με στρατιωτικό πραξικόπημα |
Προηγούμενη | Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967 |
Διάδοχη | Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973 |
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος στα πλαίσια του σχεδίου φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος - που περιλάμβανε την δημιουργία νέου Συντάγματος, την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της Προεδρικής Δημοκρατίας, και την διεξαγωγή εκλογών εν ευθέτω χρόνω, για την επιστροφή στο κοινοβουλευτικό καθεστώς, όλα αυτά υπό την επίβλεψη του ιδίου - και αφού οι συνομιλίες με άλλες πολιτικές προσωπικότητες ναυάγησαν, βρήκε στο πρόσωπο του αρχηγού του (εν αναστολή) κόμματος των Προοδευτικών, Σπύρου Μαρκεζίνη, τον άνθρωπο που δέχτηκε να αναλάβει την Πρωθυπουργία και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Όπως υποστήριξε ο ίδιος «Εδέχθην την πρωθυπουργίαν διότι κατειχόμην από την έμμονον ιδέαν ότι δεν έπρεπε να απολεσθή η παρεχομένη ευκαιρία της πάση θυσία διεξαγωγής αδιαβλήτων εκλογών... Ηξιζεν, άλλωστε, η ανάληψις οιουδήποτε κινδύνου, έστω και με μόνην την ελπίδα να αποτραπή η ακολουθήσασα εθνική συμφορά. Διότι η καταστροφή της Κύπρου είναι ανυπολόγιστος εθνική συμφορά.»[1]
Ο Μαρκεζίνης και αφού είχε πάρει αόριστες διαβεβαιώσεις περί της διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών και της αναθεώρησης του Συντάγματος (το οποίο είχε ενισχύσει το ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας έναντι του Πρωθυπουργού), ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 6 Οκτωβρίου, και με το σύνθημα «συγχώρεση-λήθη-δίκαιες εκλογές», άρχισε τις συνομιλίες με τους πολιτικούς αρχηγούς προκειμένου να τους πείσει να πάρουν μέρος στις εκλογές.[2] Εξαιρουμένων των Π. Κανελλόπουλου και Γ. Μαύρου, οι περισσότεροι πολιτικοί της ΕΡΕ καθώς και της Ένωσης Κέντρου υποστήριζαν λίγο ή πολύ το επονομαζόμενο και πείραμα Μαρκεζίνη. Χαρακτηριστική της αντιλήψεως αυτής είναι η επιστολή του Νικόλαου Μομφεράτου (ο οποίος θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση) προς τον Κ. Καραμανλή με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1973. «(...)νομίζω ότι η λύσις Μαρκεζίνη επιβάλλεται να υποστηριχθεί, διότι αποτελεί βήμα προόδου προς την κατεύθυνσιν της δημιουργίας συνθηκών ομαλότερων (...) Δρομολογείται η επαναλειτουργία πολιτικού βίου. Αι εκλογαί αποτελούν μεγάλην ευκαιρίαν. Δεν θα πρέπει να χαθεί από πάθη, πείσματα, προσωπικάς αντιθέσεις ή απωθημένας καταστάσεις που κατέχουν τον πολιτικόν κόσμον. Βεβαίως όταν λέγω "Ευκαιρίαν" δεν εννοώ ότι ο πολιτικός κόσμος θα επανέλθει κυρίαρχος του δημόσιου βίου. Άλλωστε δεν θα έπρεπε να είναι και αυτή η επιδίωξίς του.» [3].
Οι διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις του φοιτητικού κόσμου που ξεκίνησαν από τις αρχές του 1973, κορυφώθηκαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η απάντηση της κυβέρνησης, με την εισβολή των τανκς στο χώρου του Ιδρύματος προκειμένου να καταστείλουν την εξέγερση, φανέρωσε τις σαθρές βάσεις πάνω στις οποίες στηριζόταν το πείραμα Μαρκεζίνη. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μάλιστα, αποφάνθηκε ότι «ευρισκόμεθα προ ενός οργανωμένου σχεδίου αναταραχής» και γι' αυτό «ήχθημεν εις την απόφασιν όπως εγκαταλείψωμεν την μέχρι της στιγμής εκείνης ακολουθηθείσαν τακτικήν της ανοχής και αναμονής, προς τούτο δε εισηγήθην εις τον, κατά το Σύνταγμα, αρμόδιον Κύριον Πρόεδρον της Δημοκρατίας, την κήρυξιν του στρατιωτικού νόμου και την υπό των Ενόπλων Δυνάμεων επικούρησιν των Σωμάτων Ασφαλείας, προς πλήρη αποκατάστασιν της τάξεως».[4]
Μετά από 49 ημέρες στη διακυβέρνηση της χώρας, η κυβέρνηση Μαρκεζίνη και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, θα ανατραπούν από τον έτερο ισχυρό άντρα της Χούντας, τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1973 και με το νομοθετικό διάταγμα 175, άλλαξε και πάλι ο «Νόμος περί Υπουργικού συμβουλίου και Υπουργείων» ενσωματώνοντας τις αλλαγές που έφερε το νέο Σύνταγμα και το νέο πολίτευμα.
Το καινοφανές χαρακτηριστικό αυτού του νόμου αλλά και του Συντάγματος που μόλις είχε επικυρωθεί ήταν η μείωση της πρωθυπουργικής εξουσίας και η αύξηση της προεδρικής, καθώς ο Πρωθυπουργός δεν είχε το δικαίωμα να επιλέγει όλα τα μέλη του υπουργικού του συμβουλίου. Οι υπουργοί «Εξωτερικών», «Εθνικής Αμύνης» και «Δημοσίας Τάξεως» διορίζονταν και παύονταν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εξάλλου, ήταν αυτός που διαμόρφωνε την κυβερνητική πολιτική σε αυτούς τους τρεις τομείς, και σε αυτόν λογοδοτούσαν οι συγκεκριμένοι υπουργοί.[5]
Το πρώτο τη τάξει Υπουργείο, «Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πολιτικής», καταργήθηκε και τη θέση του πήρε το «Υπουργείο Συντονισμού και Προγραμματισμού», το οποίο έγινε ο κύριος επιτελικός φορέας της Κυβέρνησης. Αρμοδιότητα του υπουργείου ήταν η χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής, ο καταρτισμός των σχεδίων και των προγραμμάτων της κυβέρνησης, η εποπτεία της υλοποίησης αυτών, και ο συντονισμός της λειτουργίας των Υπουργείων.Επίσης είχε υπό την εποπτεία του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕ.Π.Ε), το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας(ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ.), τον Εθνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) και την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας. (Ε.Σ.Υ.Ε.).
Διαλύθηκε επίσης και το «Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας». Στη θέση του συστάθηκαν πέντε (5) αυτόνομα Υπουργεία, το «Υπουργείο Γεωργίας», το «Υπουργείο Εμπορίου», το «Υπουργείο Βιομηχανίας», το «Υπουργείο Ενέργειας», και το «Υπουργείο Απασχολήσεως». Το «Υπουργείο Ενέργειας» το οποίο ιδρύθηκε πρώτη φορά, ασκούσε την κυβερνητική πολιτική πάνω σε θέματα ενέργειας. Επίσης, μεριμνούσε για την χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας σε συνεργασία με την «Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας», ενώ συντόνιζε τις προσπάθειες για ανακάλυψη και άλλων μορφών ενέργειας. Επίσης, ασκούσε εποπτεία και έλεγχο για θέματα παραγωγής, μεταφοράς, αποθήκευσης και χρησιμοποίησης της πετρελαϊκής και ηλεκτρικής ενέργειας, στα διυλιστήρια πετρελαίου της χώρας και στην Δ.Ε.Η.
Το «Υπουργείο Απασχολήσεως», το οποίο ιδρύθηκε και αυτό για πρώτη φορά, στην ουσία απορρόφησε τις αρμοδιότητες του καταργηθέντος «Υπουργείου Εργασίας». Ήταν δηλαδή αρμόδιο για την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής σε θέματα απασχολήσεως του εργατικού δυναμικού της χώρας, του επαγγελματικού προσανατολισμού και κατάρτισης του εργατικού δυναμικού, την παρακολούθηση της διαμόρφωσης των μισθών και την εξασφάλιση ποιοτικών συνθηκών εργασίας και την εν γένει παρακολούθηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, την μέριμνα για τις συνθήκες ασφαλείας και υγιεινής στους τόπους εργασίας και την προαγωγή των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ήταν επίσης υπεύθυνο για την Εργατική Εστία, και τον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), ενώ επόπτευε και τον συνδικαλισμό.
Το «Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών» - αφού χωρίστηκε από το «Εμπορικής Ναυτιλίας» που αποτέλεσε και πάλι αυτόνομο Υπουργείο - , ανέλαβε την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής στο τομέα των μεταφορών (επίγειων και εναέριων) και της επικοινωνίας (τηλέφωνο, ταχυδρομείο). Συγκεκριμένα, ανέλαβε την εποπτεία και τον έλεγχο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, των Ελληνικών Ταχυδρομείων, της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος, και του ΟΤΕ.
Ο νόμος απέκτησε ισχύ από τις 8 Οκτωβρίου 1973, με την δημοσίευσή του στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και το νέο υπουργικό συμβούλιο διαμορφώθηκε ως εξής:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.