Ινσουλίνη
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ινσουλίνη είναι ορμόνη που παράγεται σε ειδική μοίρα του παγκρέατος (και συγκεκριμένα από ομάδες κυττάρων που ονομάζονται νησίδια του Λάνγκερχανς) ή Β-κύτταρα. Τα κύτταρα αυτά πρώτα παράγουν ένα πρόδρομο μόριο την προ-προϊνσουλινη, η οποία μετατρέπεται σε προϊνσουλίνη μετά την αφαίρεση της αλληλουχίας σήματος που υπάρχει στο αμινοτελικό άκρο της προ-προϊνσουλίνης. Κατόπιν, με την πρωτεολυτική απομάκρυνση ενός εξωτερικού τμήματος της προϊνσουλίνης προκύπτει τελικά το μόριο της ινσουλίνης. Παίζει πρωτεύοντα ρόλο στον μεταβολισμό των υδατανθράκων (σακχάρων), λιπών και πρωτεϊνών του οργανισμού[1]. Η ινσουλίνη δρα σε όλους τους ιστούς του σώματος (ιδιαίτερα όμως στο ήπαρ, στους μυς και στο λιπώδη ιστό), βοηθώντας στην πρόσληψη της γλυκόζης από τα κύτταρα. Εκτός από αυτή τη λειτουργία της για τη ρύθμιση της γλυκόζης η ινσουλίνη εμπλέκεται και στη διατήρηση επαρκών ενεργειακών αποθεμάτων ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή η ανάπτυξη και η αναπαραγωγή. Το γεγονός ότι το κεντρικό νευρικό σύστημα παίζει ρόλο-κλειδί και στις δύο προαναφερόμενες λειτουργίες, και ότι τόσο το σωματικό βάρος όσο και η γλυκόζη του αίματος ρυθμίζονται κατά κύριο λόγο από την ίδια ορμόνη, αποτελεί αντικείμενο συνεχούς έρευνας. Η σημασία της ινσουλίνης στην εγκεφαλική λειτουργία έχει μελετηθεί πολύ λιγότερο σε σχέση με τον ρόλο της στην περιφέρεια. Παρόλα αυτά, η πλειοτροπική φύση της δράσης της ινσουλίνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα έχει υπάρξει το αντικείμενο πληθώρας αξιολογήσεων [2][3].
Τα βήτα παγκρεατικά κύτταρα έχουν τη δυνατότητα να ανιχνεύουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα με αποτέλεσμα να εκκρίνουν ινσουλίνη όταν τα επίπεδα γλυκόζης είναι υψηλά και να εμποδίζουν την απομάκρυνση της γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματοσ όταν τα επίπεδα είναι χαμηλά [4]. Το δεύτερο πραγματοποιείται μετά την έκκριση γλυκαγόνης από τα άλφα παγκρεατικά κύτταρα [5]. Οι δύο παραπάνω μηχανισμοί είναι οι κύριοι ρυθμιστές της ομοιόστασης της γλυκόζης [6].
Η ινσουλίνη, αλληλεπιδρώντας με άλλα ρυθμιστικά πεπτίδια και νευροδιαβιβαστές, μπορεί να ενεργοποιήσει διεργασίες που σχετίζονται με την τροφική συμπεριφορά, τη μάθηση και τη μνήμη, ενώ δυνητικά εμπλέκεται και στην ενδοεπικοινωνία εγκεφαλικών δομών, και πιο συγκεκριμένα του υποθαλάμου και του μεταιχμιακού συστήματος. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η αποδοτική δράση της ινσουλίνης στον εγκέφαλο είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ενέργειας, των επιπέδων της γλυκόζης και της λιπιδικής ομοιόστασης [7][8][9][10].
Η ανεπάρκεια της ινσουλίνης προκαλεί τη νόσο του σακχαρώδη διαβήτη (τύπου 1 ή τύπου 2). Η ορμόνη αυτή έχει παρασκευαστεί συνθετικά από το 1921 και χορηγείται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη. Παρασκευάζεται και με βάση την ινσουλίνη από ζώα, κυρίως χοίρους. Σήμερα παρασκευάζεται - με την τεχνική της γενετικής μηχανικής - και από βακτήρια.