Ησυχαστική έριδα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ησυχαστική έριδα ήταν μια θεολογική διαμάχη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 14ο αιώνα μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του Γρηγορίου Παλαμά. Αν και δεν ήταν η πρωταρχική αιτία του Βυζαντινού Εμφυλίου Πολέμου, εντούτοις επηρέασε και επηρεάστηκε από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμείχθηκαν στον πόλεμο αυτό. Η διαμάχη ολοκληρώθηκε με τη νίκη των Παλαμιστών και τη συμπερίληψη του δόγματός τους ως μέρος του δόγματος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και με την αγιοποίηση του Παλαμά.
Περί το 1337, ο Ησυχασμός προσέλκυσε την προσοχή ενός λογίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του Βαρλαάμ, ενός μοναχού από την Καλαβρία που είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη περίπου επτά χρόνια νωρίτερα. Αντιδρώντας στις επικρίσεις για τα θεολογικά του κείμενα ότι ο Γρηγόριος Παλαμάς, ένας αθωνίτης μοναχός και εκφραστής του ησυχασμού, είχε επικοινωνήσει μαζί του, ο Βαρλαάμ συνάντησε Ησυχαστές και άκουσε περιγραφές των πρακτικών τους. Εκπαιδευμένος στη Δυτική Σχολαστική θεολογία, ο Βαρλαάμ σκανδαλίστηκε από τις περιγραφές που άκουσε και έγραψε πολλές πραγματείες, με τις οποίες γελοιοποιούσε τις πρακτικές αυτές. Ο Βαρλαάμ αμφισβήτησε, ως αιρετικό και βλάσφημο, το δόγμα των Ησυχαστών ως προς τη φύση του ακτίστου φωτός, πανομοιότυπου με εκείνο που είχε φανεί στους μαθητές του Ιησού στη Μεταμόρφωσή Του στο Όρος Θαβώρ, η εμπειρία του οποίου ήταν ο στόχος της πρακτικής των Ησυχαστών. Οι πληροφοριοδότες του είπαν ότι αυτό το φως δεν ήταν θεϊκής ουσίας, αλλά θεωρούνταν ότι είχε άλλη υπόσταση. Ο Βαρλαάμ θεώρησε αυτήν την έννοια πολυθεϊστική, καθώς υπαινίσσεται δύο αιώνια όντα, έναν ορατό (αμετάβλητο) και έναν αόρατο (υπερβατικό) Θεό.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, κλήθηκε από τους αδελφούς του μοναχούς στο Άγιο Όρος να υπερασπιστεί τον Ησυχασμό από τις επιθέσεις του Βαρλαάμ. Καλά μορφωμένος στην ελληνική φιλοσοφία (διαλεκτική μέθοδο) και ως εκ τούτου ικανός να υπερασπίσει τον Ησυχασμό με μεθόδους που χρησιμοποιούνταν και στη Δύση, ο Παλαμάς τον υπερασπίστηκε το 1340 με μια σειρά Συνόδων στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με μια σειρά έργων.
Το 1341 η διαφωνία εξετάστηκε από μια Σύνοδο που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη την υπόθεση στην οποία βασίστηκαν τα κείμενα του ψευδο-Διονύσιου, καταδίκασε τον Βαρλαάμ, ο οποίος υποχώρησε και σχεδόν αμέσως επέστρεψε στην Καλαβρία, όπου έγινε επίσκοπος βυζαντινού τυπικού, αλλά σε πλήρη κοινωνία με τον Πάπα. Πραγματοποιήθηκαν πέντε ακόμη Σύνοδοι για το θέμα, στην τρίτη των οποίων οι αντίπαλοι του Παλαμά κέρδισαν μια σύντομη νίκη. Ωστόσο το 1351, σε Σύνοδο υπό την προεδρία του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, καθιερώθηκε η πραγματική διάκριση Ουσίας-Ενέργειας του Παλαμά ως δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος ήταν μαθητής του Γρηγορίου Παλαμά και είχε προσπαθήσει να μεσολαβήσει μεταξύ αυτού και του Βαρλαάμ, άσκησε κριτική στον Παλαμά μετά την αποχώρηση του Βαρλαάμ το 1341. Ένας άλλος αντίπαλος του Παλαμισμού ήταν ο Μανουήλ Καλέκας, ο οποίος προσπάθησε να συμφιλιώσει την Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία. Μετά την απόφαση του 1351, υπήρξε έντονη καταστολή εναντίον των αντιπαλαμιστών. Ο Καλέκας αναφέρει ότι αυτή η καταστολή διήρκεσε έως το 1397, και πως για τους θεολόγους που διαφωνούσαν με τον Παλαμά τελικά δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να μεταναστεύσουν και να έρθουν σε κοινωνία με τη Λατινική Εκκλησία, έναν δρόμο που ακολούθησε ο ίδιος ο Καλέκας, όπως επίσης και ο Δημήτριος Κυδώνης και ο Ιωάννης Κυπαρρισιώτης.
Για την κίνηση των ησυχαστών και την ησυχαστική έριδα, εκτός από τα ιστορικά έργα του Νικηφόρου Γρηγορά και του Ιωάννη Καντακουζηνού, διαθέτουμε τα συγγράμματα του ιδρυτή της ησυχαστικής κινήσεως Γρηγορίου Σιναΐτου, του Γρηγορίου Παλαμά, του πατριάρχη Φιλόθεου, των αντιπάλων των ησυχαστών Βαρλαάμ Καλαβρού και Γρηγορίου Ακινδύνου, του Νικόλαου Καβάσιλα, καθώς και τις πράξεις των Συνόδων που συγκλήθηκαν για την αντιμετώπιση της έριδας.[1] Οι ησυχαστικές έριδες διακρίνονται σε τρεις φάσεις [2]: