Ελληνική απογραφή
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ελληνική απογραφή αφορά το χαρακτηρισμό των απογραφών πληθυσμού που διενέργησε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος από τη δημιουργία του το 1828 μέχρι σήμερα. Στο απώτερο παρελθόν λάμβαναν χώρα σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα, ενώ μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει καθιερωθεί η διεξαγωγή τους κάθε δέκα έτη, αρχής γενομένης από το 1951. Μέχρι τώρα έχουν διεξαχθεί τριάντα απογραφές.
Οι πρώτες από αυτές ήταν απλές καταμετρήσεις με μειωμένη αξιοπιστία, λόγω της μεγάλης διάρκειάς τους[1]. Από το 1836 έως το 1845 γινόταν κάθε χρόνο απογραφή του πληθυσμού, με την προσθήκη των στοιχείων του φύλου και της ηλικίας.[2] Το 1839 ήταν η πρώτη χρονιά που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα αποτελέσματα της απογραφής, ενώ το 1853 και 1856 ο πληθυσμός δημοσιεύθηκε κατά νομούς, επαρχίες, δήμους και πόλεις που ήταν πρωτεύουσες νομών.[2]
Η διάρκεια διεξαγωγής των απογραφών ποικίλει. Οι απογραφές συνήθως διαρκούν μία ημέρα, με εξαίρεση την απογραφή του 1861, η οποία διήρκεσε 60 ημέρες, και τις απογραφές του 2011 και του 2021, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε δύο φάσεις.[2][3] Η τελευταία ολοκληρωμένη απογραφή είναι αυτή του 2021, αν και το σύνολο των αποτελεσμάτων της είναι διαθέσιμα από τις 31 Μαρτίου 2024.[4] Ο φορέας της υλοποίησής των απογραφών είναι η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), πρώην Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ).