Δυσανεξία στη λακτόζη
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως δυσανεξία στη λακτόζη ορίζεται η αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει την λακτόζη, το βασικό σάκχαρο του γάλακτος. Αυτή η αδυναμία οφείλεται στην έλλειψη του ενζύμου λακτάση, που κανονικά παράγεται από κύτταρα του λεπτού εντέρου. Εκτιμάται ότι περίπου 70% των ενηλίκων παγκοσμίως εμφανίζουν μειωμένη παραγωγή λακτάσης. Τα ποσοστά δυσανεξίας στη λακτόζη ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή του κόσμου, και μπορεί να κυμαίνονται από μόνο 5% στη Βόρεια Ευρώπη έως 70% στη Σικελία και πάνω από 90% σε κάποιες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι περίπου 30% των παιδιών κάτω των 5 ετών εμφανίζουν κάποια ανεπάρκεια λακτάσης και συνακόλουθα συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη, ενώ το ποσοστό αυξάνεται πριν την εφηβεία.[1]
Γρήγορες Πληροφορίες Δυσανεξία στη λακτόζη, Ειδικότητα ...
Δυσανεξία στη λακτόζη | |
---|---|
Ειδικότητα | ενδοκρινολογία |
Συμπτώματα | κοιλιακό άλγος, αέρια, διάρροια, φούσκωμα και borborygmus |
Νοσηρότητα | 65%, 10% |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | E73 |
ICD-9 | 271.3 |
OMIM | 223100 150220 |
DiseasesDB | 7238 |
MedlinePlus | 000276 |
eMedicine | med/3429 ped/1270 |
MeSH | D007787 |
Κλείσιμο