From Wikipedia, the free encyclopedia
Στη βιολογία, η διωνυμική ονοματολογία (λατινικά: binominal = bis (δις) + nomen (όνομα)) είναι η επίσημη μέθοδος ονοματοδοσίας των ειδών. Αφού προτάθηκε η λογική του «διώνυμου», οι επιστημονικές ονομασίες των ειδών σχηματίζονται από τον συνδυασμό δύο όρων: το όνομα του γένους (γενικό, generic) και το όνομα του είδους (ειδικό, specific). Στην περίπτωση που υπάρχει και τρίτη λέξη αυτή αποτελεί διευκρίνηση του υποείδους ή της ποικιλίας. Παρόλο που οι τελικές λεπτομέρειες μπορεί να διαφέρουν, υπάρχουν αδιαφιλονίκητες απόψεις που έχουν υιοθετηθεί διεθνώς:
Τη χρήση της διωνυμικής ονοματολογίας την εισήγαγε ο Λινναίος το 1735 με το έργο του Systema Naturae
Από τις παλαιότερες προσπάθειες συστηματοποίησης της ταξινόμησης, ο Λινναίος επηρεάστηκε περισσότερο από τις εργασίες των Γκασπάρ Μπάουχιν (Gaspard Bauhin, 1560-1624), Τζων Ραίη (John Ray, 1627–1705) και Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ (Joseph Pitton de Tournefort, 1656—1708). Ο Ελβετός Μπάουχιν ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τη διάκριση του γένους και του είδους στη βοτανική και δημιούργησε μ' αυτόν τον τρόπο μία δυαδική ονοματολογία. Ο Άγγλος Τζων Ραίη εισήγαγε ένα πιο περιεκτικό σύστημα ταξινόμησης και μια νέα έννοια του είδους. Και ο Γάλλος βοτανολόγος Τουρνεφόρ δημιούργησε ένα σύστημα ταξινόμησης φυτών με ακριβείς ορισμούς των γενών.
Η αξία του συστήματος της διωνυμικής ονοματοδοσίας αντλείται κυρίως από την οικονομία της και την εκτεταμένη χρήση της:
Από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να εμφανίζεται η ανάγκη της δημιουργίας μιας σειράς κανόνων που θα ελέγχουν τα επιστημονικά ονόματα. Στην πορεία του χρόνου αυτό εξελίχθηκε σε Κώδικες ονοματολογίας, ελέγχοντας την ονομασία των ζώων (ICZN), των φυτών (περιλαμβανομένων των μυκήτων, των φυκών και των κυανοβακτηριδίων) (ICBN), των βακτηρίων (ICNB) και των ιών.
Αυτοί οι κώδικες διαφέρουν.
Ένας Βιοκώδικας έχει προταθεί για να αντικαταστήσει διάφορους κώδικες, αν και η υλοποίησή του δεν πρόκειται να γίνει στο εγγύς μέλλον. Υπάρχει επίσης διαμάχη σχετικά με την ανάπτυξη ενός Φυλοκώδικα (Phylocode) για να ονομαστούν κλάδοι φυλογενετικών δένδρων παρά τα taxa. Υποστηρικτές του Φυλοκώδικα χρησιμοποιούν την ονομασία "Κώδικες του Λινναίου" για τους συνυπάρχοντες Κώδικες και την Ταξονομία του Λινναίου οι οποίοι χρησιμοποιούνται για επιστημονική ταξινόμηση.
Οι υπάρχοντες κώδικες ονοματοδοσίας στοχεύουν (επιτυχώς) στην ευστάθεια των ονομάτων. Ωστόσο, η ευστάθεια που εξασφαλίζεται δεν είναι απόλυτη. Ένας μόνο οργανισμός μπορεί να έχει διάφορα επιστημονικά ονόματα, ένα για κάθε διαφορετική ταξινομική άποψη. Μία άλλη πηγή αστάθειας είναι η ανάσυρση ξεχασμένων ονομάτων τα οποία διατείνονται προτεραιότητα στη δημοσίευση. Στην τελευταία περίπτωση, η συντήρηση είναι δυνατή σύμφωνα με τους κώδικες ονοματοδοσίας.
Η ονοματοδοσία γίνεται από τον ερευνητή που πρωτοπεριέγραψε επιστημονικά το είδος. Συνήθως είναι λατινικές ή λατινοποιημένες (συχνα ελληνικές) λέξεις. Το όνομα του γένους είναι πάντα ουσιαστικό στον ενικό της ονομαστικής ενώ το όνομα του είδους είναι συνήθως επίθετο. Αντί επιστημονική ονομασία αποκαλείται συχνά και λατινική ονομασία. Το ειδικό επίθετο είναι πολλές φορές αναφορά στο όνομα του ατόμου που ανακάλυψε το είδος, ή στον τόπο όπου βρέθηκε.
Στη ζωολογία, για ένα είδος ζώου μπορεί να χρησιμοποιείται η τριωνυμική ονοματοδοσία για να δηλώσει το υποείδος, π.χ. ο Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo) που υπάρχει στη Νέα Ζηλανδία διαφέρει ελαφρά από τους υπόλοιπους κορμοράνους, και ταξινομείται σαν υποείδος Phalacrocorax carbo novaehollandiae.
Στη βοτανική, υπάρχουν αρκετές υποδιαιρέσεις κάτω από το είδος, όπως το υποείδος, η ποικιλία, και το form. Σε αντίθεση με τη ζωολογία, όπου υπάρχει μόνο μία υποδιαίρεση (υποείδος) κάτω από το είδος. Έτσι τα περιλαμβανόμενα ονόματα των φυτών πρέπει να συνοδεύονται από ένα δείκτη (όπως είναι το "subsp.") για να δηλώσουν την ταξινόμησή τους, σε αντίθεση με τα τριώνυμα ονόματα των ζώων που δε χρειάζονται κάτι ανάλογο. Για παράδειγμα:
Ένα ενδιάμεσο υβρίδιο χαρακτηρίζεται με το σύμβολο του πολλαπλασιασμού πριν το επίθετο, π.χ. Dianthus × allwoodii (Dianthus caryophyllus × Dianthus plumarius). An intergeneric cross is designated by a multiplication sign before the generic name, π.χ. × Heucherella tirelloides (Heuchera sanguinea × Tiarella cordifolia) . Όταν το σύμβολο του πολλαπλασιασμού δεν είναι διαθέσιμο (σε μια γραφομηχανή ή σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή), τότε χρησιμοποιείται το πεζό γράμμα "x" για να δηλώσει το υβρίδιο.
Μια πλήρης αναφορά σε κάποιο είδος δεν περιλαμβάνει μόνο το λατινικό διώνυμο, αλλά και το όνομα του ερευνητή που περιέγραψε και κατέγραψε επιστημονικά για πρώτη φορά το είδος. Ενώ το επιστημονικό όνομα γράφεται πλαγίως, η αναφορά στο όνομα του επιστήμονα γράφεται κανονικά. Οι κανόνες για την αναφορά του ερευνητή διαφέρουν κάπως μεταξύ της βοτανικής και της ζωολογίας, και κατευθύνονται από τον Διεθνή Κώδικα Βοτανικής Ονοματοδοσίας (International Code of Botanical Nomenclature) και τον Διεθνή Κώδικα Ζωολογικής Ονοματοδοσίας (International Code of Zoological Nomenclature) αντιστοίχως.
Το όνομα ή τα ονόματα των ερευνητών συντομογραφουνται σε ένα προτυποποιημένο ευρετήριο ονομάτων των ερευνητών από τον Βασιλικό Βοτανικό Κήπο στο Κιου της Αγγλίας. Η ημερομηνία δημοσίευσης δεν αναφέρεται σε σύντομες παραθέσεις. Οι αναγνωρισμένες συντομογραφίες μπορούν να βρεθούν στο Διεθνές Ευρετήριο Ονομάτων Φυτών.
Για παράδειγμα στην Pinus koraiensis (Πεύκη η κορεατική) Siebold & Zucc., το Siebold αναφέρεται στον Philipp Franz von Siebold και το Zucc. αποδίδεται στον Joseph Gerhard Zuccarini.
Μερικές φορές, όταν ένα είδος μεταφερθεί σε διαφορετικό γένος, το όνομα του αρχικού ερευνητή τοποθετείται σε παρένθεση και το του υπεύθυνου για τη μετακίνηση επισυνάπτεται. Για παράδειγμα, η σεκόια καταγράφηκε αρχικά από τον David Don, ως Taxodium sempervirens D. Don. Στη συνέχεια, ο Stephan Ladislaus Endlicher παρατήρησε ότι ήταν ανόμοιο με τα υπόλοιπα είδη του γένους Taxodium, και το μετέφερε σε νέο γένος, δημοσιεύοντας το ως Sequoia sempervirens - Σεκόια η αειθαλής (D. Don) Endl.
Σε άρθρα που αφορούν τη λεπτομερή λίστα ή την ταξινόμηση ενός φυτού, παρουσιάζεται η ημερομηνία και ο τόπος δημοσίευσης, όμως αυτή η πρακτική σπανίζει σε εγκυκλοπαίδειες ή άλλες μη-ταξινομικές εργασίες. Στο προηγούμενο παράδειγμα η πλήρης αναφορά είναι Sequoia sempervirens (D. Don) Endl., Syn. Conif. 198 (1847), παραπέμποντας στη σελίδα 198 του Synopsis Coniferarum του Endlicher, που δημοσιεύτηκε το 1847.
Στη ζωολογία, γράφεται ολόκληρο το και μόνον το επώνυμο του ερευνητή. Εξαιρέσεις είναι ο Λινναίος που συντομογραφείται με το αρχικό του (L.) και η περίπτωση συνωνυμίας οπότε δίνονται και τα αρχικά τον ονομάτων. Μετά το όνομα αναγράφεται επίσης η ημερομηνία της πρώτης καταγραφής.
Για παράδειγμα, η φάλαινα μυστακοκήτος περιγράφηκε και ονομάστηκε από τον Κάρολο Λινναίο στην εργασία του Systema Naturae που δημοσιεύτηκε το 1758, οπότε γράφεται ως Balaena mysticetus Linnaeus, 1758.
Αν ένα είδος μεταφερθεί αργότερα σε ένα διαφορετικό γένος, το όνομα του ερευνητή και η ημερομηνία γράφονται μέσα σε παρένθεση. Για παράδειγμα, η ασπρομέτωπη χήνα περιγράφηκε αρχικά από τον Giovanni Antonio Scopoli, με το όνομα Branta albifrons Scopoli, 1769. Αργότερα παρατηρήθηκε ότι έχει περισσότερες ομοιότητες με τη σταχτόχηνα του γένους Anser παρά με τη μαύρη χήνα του γένους Branta, οπότε μεταφέρθηκε σε αυτό το γένος και πλέον γράφεται ως Anser albifrons (Scopoli, 1769).
Εδώ, επίσης, σε επίσημες δημοσιεύσεις, μία πλήρη παράθεση δίνεται, παραθέτοντας το αρχικό όνομα και δημοσίευση, σε αυτήν την περίπτωση ως Branta albifrons Scopoli, 1769, Annus I Hist.-Nat. 69.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.