Βουλγαρόφιλοι
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Βουλγαρόφιλοι ή Βουλγαρίζοντες (σλαβομακεδονικά: бугарофили δηλ. Βουλγαρόφιλοι, Βουλγαρικά: българофили/българомани δηλ. Βουλγαρόφιλοι/Βουλγαρομάνοι, Σερβικά: бугараши, δηλ. Βουλγαρομάνοι) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα της περιοχής της οθωμανικής Μακεδονίας και της περιοχής της κοιλάδας του Μοράβα, που βλέπουν τους εαυτούς τους ως Βουλγάρους. Χρησιμοποιείται πιο συχνά υποτιμητικά, για να υποδηλώσει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πραγματικοί Βούλγαροι.[1][2] Επίσης ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει χωριά της περιοχής της Μακεδονίας στις αρχές του 20ου αιώνα όπου η πλειονότητα των κατοίκων ανήκε στην σχισματική Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία.[3]
Ο όρος χρησιμοποιείται στην Βόρεια Μακεδονία για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι η σλαβομακεδονική γλώσσα αποτελεί διάλεκτο της βουλγαρικής ή και παλαιότερα Ευρωπαίους που συμπαθούσαν ή υποστήριζαν τις βουλγαρικές θέσεις και διεκδικήσεις.[4][5]
Αντίστοιχες ονομασίες που αποδίδουν οι Σλαβομακεδόνες και Βούλγαροι συγγραφείς για τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας που δηλώνουν Έλληνες είναι Γραικομάνοι[2] και για τους Σλάβους που δηλώνουν Σέρβοι η ονομασία Σερβομάνοι.[6]