Αριστοτελισμός
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο αριστοτελισμός εννοούμε τη συνέχεια του φιλοσοφικού έργου του Αριστοτέλη τόσο στην εποχή του Βυζαντίου και του Δυτικού Μεσαίωνα, όσο και στην εποχή των Νεότερων Χρόνων. Ολόκληρο το έργο του (Λογική, Φυσική, Κοσμολογία, Βιολογία, Φυσιολογία, Πολιτική και Μεταφυσική), κατά την παραπάνω μακρά ιστορική περίοδο (5ος – 18ος αιώνες), έτυχε πολλαπλών ερμηνευτικών προσεγγίσεων από βυζαντινούς, Έλληνες και Ευρωπαίους λογίους. Ο αριστοτελισμός δηλώνει έναν τρόπο σκέψης πλησιέστερο στο νεότερο ορθολογικό πνεύμα: πριμοδοτεί την παρατήρηση και το πείραμα για να ταξινομήσει τις μορφές των πραγμάτων, όπως μας τα μεταφέρουν οι αισθήσεις μας, καθώς και να τις αναλύσει με βάση συγκεκριμένους κανόνες επιστημονικής σκέψης. Δεν αποκλείει την πίστη σε μια θεϊκή τάξη πραγμάτων αλλά προϋποθέτει, για την αποκάλυψη ή την κατανόησή της, τη διαμεσολάβηση της λειτουργίας του ορθού λόγου.[1] Ειδικότερα, στο Βυζάντιο όταν μιλούμε για αριστοτελισμό εννοούμε το «σύνολο των οντολογικών και των κοσμολογικών ‐ με ισχυρή, μάλιστα, συνοδεία των περί λογικής – θεωριών του Αριστοτέλη στις οποίες κατέφυγαν οι Βυζαντινοί θεολόγοι και φιλόσοφοι, για να εξηγήσουν το ότι ο κόσμος της αισθητής εμπειρίας έχει θετικό αξιολογικό νόημα, το οποίο απορρέει εκ του ότι ο Θεός είναι η τελική αιτία του, η ανώτατη σημασιοτοδότησή του».[2]