Αντισηπτικό
χημική ουσία που απομακρύνει μικροοργανισμούς από το δέρμα με ήπια μέσα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το αντισηπτικό είναι αντιμικροβιακή ουσία, η οποία ρίχνεται σε έναν ζωντανό ιστό/δέρμα για να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης λοίμωξης ή σήψης. Γενικά το αντισηπτικό διαφέρει από το αντιβιοτικό, το οποίο έχει την ικανότητα να εξουδετερώσει με ασφάλεια τα βακτήρια μέσα στο σώμα. Επίσης το αντισηπτικό διαφέρει από το απολυμαντικό, το οποίο καταστρέφει τους μικροοργανισμούς που βρίσκονται σε άβια αντικείμενα.[1]
Μερικά αντισηπτικά είναι ικανά να καταστρέφουν τα μικρόβια που βρίσκονται στο σώμα, ενώ άλλα είναι βακτηριοστατικά και περιορίζονται στην ικανότητα εμποδισμού ή αναστολής της ανάπτυξης τους.[2]