φυτωνυμικό
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυτωνυμικό | τα | φυτωνυμικά |
γενική | του | φυτωνυμικού | των | φυτωνυμικών |
αιτιατική | το | φυτωνυμικό | τα | φυτωνυμικά |
κλητική | φυτωνυμικό | φυτωνυμικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
φυτωνυμικό ουδέτερο
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.