υπεραύξηση
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπεραύξηση | οι | υπεραυξήσεις |
γενική | της | υπεραύξησης* | των | υπεραυξήσεων |
αιτιατική | την | υπεραύξηση | τις | υπεραυξήσεις |
κλητική | υπεραύξηση | υπεραυξήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεραυξήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
υπεραύξηση θηλυκό
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.