υδρολαίλαψ
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υδρολαίλαψ | οι | υδρολαίλαπες |
γενική | του | υδρολαίλαπος | των | υδρολαιλάπων |
αιτιατική | τον | υδρολαίλαπα | τους | υδρολαίλαπες |
κλητική | υδρολαίλαψ | υδρολαίλαπες | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
υδρολαίλαψ αρσενικό
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.