ταραχώδης
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ταραχώδης | η | ταραχώδης | το | ταραχώδες |
γενική | του | ταραχώδους | της | ταραχώδους | του | ταραχώδους |
αιτιατική | τον | ταραχώδη | την | ταραχώδη | το | ταραχώδες |
κλητική | ταραχώδη(ς) | ταραχώδης | ταραχώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ταραχώδεις | οι | ταραχώδεις | τα | ταραχώδη |
γενική | των | ταραχωδών | των | ταραχωδών | των | ταραχωδών |
αιτιατική | τους | ταραχώδεις | τις | ταραχώδεις | τα | ταραχώδη |
κλητική | ταραχώδεις | ταραχώδεις | ταραχώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ταραχώδης
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.