σκυτάλη
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Remove ads
Ετυμολογία
- σκυτάλη < αρχαία ελληνική σκύταλον (: ραβδί)
Προφορά
Ουσιαστικό
σκυτάλη θηλυκό
- μικρή ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας
- στην αρχαία Σπάρτη είχε την έννοια του αγγέλματος, εντολής ή μηνύματος των Εφόρων, καθώς σκυτάλη ονομαζόταν κυλινδρικό ραβδί με κρυπτογραφημένο μήνυμα στο εσωτερικό του, που χρησιμοποιούνταν για μυστικές διαταγές
Εκφράσεις
- παραδίδω τη σκυτάλη : αναθέτω σε κάποιον να συνεχίσει το έργο μου
- παίρνω τη σκυτάλη : διαδέχομαι κάποιον στη θέση του και συνεχίζω το έργο του
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads