Περισσότερες πληροφορίες ↓ πτώσεις, ενικός ...
Κλείσιμο
Ουσιαστικό
ουσία θηλυκό
- κάθε τι υλικό, συνήθως σε ρευστή μορφή
- ≈ συνώνυμα: η ύλη
- χρωστική / χημική / λιπαρή / βλαβερή ουσία
- το σύνολο των στοιχείων από τα οποία αποτελείται κάτι και καθορίζουν την ύπαρξή του
- ≈ συνώνυμα: το είναι, η υπόσταση
- το κεντρικό σημείο, ο πυρήνας ενός θέματος, μιας συζήτησης, ενός πράγματος
- ≈ συνώνυμα: επίκεντρο
- έχεις αντιληφθεί την ουσία της συζήτησης;
- το αληθινό περιεχόμενο, το σημαντικό στοιχείο
- ≈ συνώνυμα: νόημα, σπουδαιότητα
- η ουσία της ζωής / της εργασίας / της συντροφικότητας
- το πιο θρεπτικό ή γευστικό στοιχείο της τροφής
- χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία το φαγητό
- (φιλοσοφία):
- οτιδήποτε στοιχειοθετεί τη σταθερή φύση των πραγμάτων, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που υφίστανται ή τις πολλαπλές μορφές που μπορεί να έχουν
- (Αριστοτέλης) η κατηγορία που καθορίζει την ύπαρξη ενός πράγματος και δεν εξαρτάται από τα συμβεβηκότα του
- (πληθυντικός) οι παράνομες εξαρτησιογόνες ουσίες, τα ναρκωτικά
Εκφράσεις
- επί της ουσίας : σε ό,τι αφορά τον πυρήνα ενός θέματος
- η ουσία είναι... : το πιο σημαντικό είναι...
- κατ’ ουσίαν : στην πραγματικότητα
- στην ουσία : στην πραγματικότητα
Μεταφράσεις