κωμόπολη
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωμόπολη | οι | κωμοπόλεις |
γενική | της | κωμόπολης* | των | κωμοπόλεων |
αιτιατική | την | κωμόπολη | τις | κωμοπόλεις |
κλητική | κωμόπολη | κωμοπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κωμοπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κωμόπολη θηλυκό
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.