καθετήρας
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Remove ads
Ετυμολογία
- καθετήρας < (ελληνιστική κοινή) καθετήρ < αρχαία ελληνική καθίημι < ἵημι
Ουσιαστικό
καθετήρας αρσενικό
- (ιατρική, εργαλείο) λεπτός σωλήνας που χρησιμοποιείται σε φυσικές ή τεχνητές διόδους του σώματος για να διευκολυνθεί η απομάκρυνση υγρών ή για να διευκολυνθεί η εισαγωγή διαγνωστικών οργάνων ή υγρών
Συγγενικά
- καθετηριάζω
- καθετηρίαση
- καθετηριασμός
- → δείτε τη λέξη κάθετος
Μεταφράσεις
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads