θεόσταλτος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θεόσταλτος | η | θεόσταλτη | το | θεόσταλτο |
γενική | του | θεόσταλτου | της | θεόσταλτης | του | θεόσταλτου |
αιτιατική | τον | θεόσταλτο | τη | θεόσταλτη | το | θεόσταλτο |
κλητική | θεόσταλτε | θεόσταλτη | θεόσταλτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θεόσταλτοι | οι | θεόσταλτες | τα | θεόσταλτα |
γενική | των | θεόσταλτων | των | θεόσταλτων | των | θεόσταλτων |
αιτιατική | τους | θεόσταλτους | τις | θεόσταλτες | τα | θεόσταλτα |
κλητική | θεόσταλτοι | θεόσταλτες | θεόσταλτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
θεόσταλτος, -η, -ο
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.