θεοποίηση
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεοποίηση | οι | θεοποιήσεις |
γενική | της | θεοποίησης* | των | θεοποιήσεων |
αιτιατική | τη | θεοποίηση | τις | θεοποιήσεις |
κλητική | θεοποίηση | θεοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
θεοποίηση θηλυκό
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.