εμβαδόν
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμβαδόν < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμβαδόν < εμ- + αρχαία ελληνική ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱ.vaˈðon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βα‐δόν
Ουσιαστικό
εμβαδόν ουδέτερο (& εμβαδό)
- (γεωμετρία) η έκταση μιας επιφάνειας
Παράγωγα
Μεταφράσεις
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads