αρνησίθεος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρνησίθεος | οι | αρνησίθεοι |
γενική | του | αρνησίθεου | των | αρνησίθεων |
αιτιατική | τον | αρνησίθεο | τους | αρνησίθεους |
κλητική | αρνησίθεε | αρνησίθεοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αρνησίθεος, -η, -ο
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.