απαγόρευση
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαγόρευση | οι | απαγορεύσεις |
γενική | της | απαγόρευσης* | των | απαγορεύσεων |
αιτιατική | την | απαγόρευση | τις | απαγορεύσεις |
κλητική | απαγόρευση | απαγορεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαγορεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
απαγόρευση θηλυκό
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.