έκθλιψη
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Remove ads
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
έκθλιψη θηλυκό
- η παραγωγή χυμού από καρπούς (μήλα, ελιές, κλπ.) με τη χρήση μεγάλης πίεσης
- (γραμματική, γλωσσολογία) η αποβολή ενός φωνήεντος από το τέλος μιας λέξης η οποία προφέρεται πριν από λέξη με αρχικό φωνήεν
Μεταφράσεις
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads