έκθλιψη

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Remove ads
Περισσότερες πληροφορίες ↓ πτώσεις, ενικός ...

Ετυμολογία

έκθλιψη < αρχαία ελληνική ἔκθλιψις < ἐκθλίβω < ἐκ (έκ-) + θλίβω (πιέζω κάτι και το σπάω)

Ουσιαστικό

έκθλιψη θηλυκό

  1. η παραγωγή χυμού από καρπούς (μήλα, ελιές, κλπ.) με τη χρήση μεγάλης πίεσης
  2. (γραμματική, γλωσσολογία) η αποβολή ενός φωνήεντος από το τέλος μιας λέξης η οποία προφέρεται πριν από λέξη με αρχικό φωνήεν

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads