άσχημος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσχημος | η | άσχημη | το | άσχημο |
γενική | του | άσχημου | της | άσχημης | του | άσχημου |
αιτιατική | τον | άσχημο | την | άσχημη | το | άσχημο |
κλητική | άσχημε | άσχημη | άσχημο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσχημοι | οι | άσχημες | τα | άσχημα |
γενική | των | άσχημων | των | άσχημων | των | άσχημων |
αιτιατική | τους | άσχημους | τις | άσχημες | τα | άσχημα |
κλητική | άσχημοι | άσχημες | άσχημα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
άσχημος, -η, -ο και άσκημος, συγκριτικός : ασχημότερος
και
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.