Φίλος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φίλος | οι | Φίλοι |
γενική | του | Φίλου | των | Φίλων |
αιτιατική | τον | Φίλο | τους | Φίλους |
κλητική | Φίλε & Φίλο |
Φίλοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Φίλος αρσενικό (θηλυκό Φίλου)
επώνυμα:
Φίλος αρσενικό
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.