Σκευοφύλακας
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Σκευοφύλακας < σκευοφύλακας
Κύριο όνομα
Σκευοφύλακας αρσενικό (θηλυκό Σκευοφύλακα)
Άλλες μορφές
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Skevofilakas
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads