Θεοφάνης
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
Θεοφάνης αρσενικό (θηλυκό Θεοφανία)
επώνυμα:
|
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Θεοφᾰνεσ- | ||||||||
3η κλίση | ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση | |||||||
ονομαστική | ὁ | Θεοφάνης | οἱ | Θεοφάναι1 | ||||
γενική | τοῦ | Θεοφάνους | τῶν | Θεοφανῶν | ||||
δοτική | τῷ | Θεοφάνει | τοῖς | Θεοφάναις | ||||
αιτιατική | τὸν | Θεοφάνη & Θεοφάνην1 |
τοὺς | Θεοφάνᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Θεόφανες | Θεοφάναι | ||||||
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης». Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Θεοφᾰ́νης αρσενικό
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.